Παναγιώτης Τσένος, φοροτεχνικός σύμβουλος επιχειρήσεων / συγγραφέας φορολογικών & οικονομικών μελετών

Μια εξωλογιστική μέθοδος προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης. Αυτόν το σύντομο και συνάμα περιεκτικό ορισμό θα μπορούσαμε ενδεικτικά να δώσουμε στα τεκμήρια διαβίωσης. Που συντηρούνται εδώ και τέσσερις δεκαετίες και αδιαμφισβήτητα διαδραματίζουν εξόχως σημαντικό ρόλο στο φορολογικό γίγνεσθαι.

 

Από τον αρχικό ορισμό σ’ έναν αντιπροσωπευτικό προσδιορισμό

Παραθέσαμε ένα παράδειγμα στο προηγούμενο, 2ο μέρος αυτής της άτυπης τριλογίας, ώστε να καταδείξουμε ότι πρόκειται για ένα σύστημα που δημιουργεί αδικίες και μπορεί να οδηγήσει σε φορολογικές στρεβλώσεις. Τέτοιου είδους θέματα, αντίστοιχα εκείνου του παραδείγματος, συναντάμε κάθε χρόνο. Αλλάζουν απλά οι συνθήκες, τα πρόσωπα, τα ποσά και γενικότερα τα διάφορα αριθμητικά δεδομένα, καθώς και τα πεδία εκείνα στα οποία προκύπτει το πρόβλημα της κάλυψης.

Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, και δίνοντας έναν αντιπροσωπευτικό προσδιορισμό θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι τα τεκμήρια δεν είναι παρά ένα αναγκαίο κακό. Άλλωστε από κανένα οικονομικό επιτελείο και κατ’ επέκταση από κανένα κυβερνητικό σχηματισμό δεν τέθηκε θέμα περί του αντιθέτου. Απλά η δυστοκία στην πάταξη της φοροδιαφυγής, οδήγησε προφανώς στην ανάγκη να δημιουργηθεί ένα σύστημα που προσδιορίζει με έμμεσο τρόπο τα πιθανά, αποκτηθέντα εισοδήματα, και αυτό -στην πάροδο του χρόνου και μέχρι νεωτέρας- εξακολουθεί με διάφορες τροποποιήσεις να εφαρμόζεται.

 

Η μεθοδολογία αντιμετώπισης

Για τις προκύπτουσες διαφορές μεταξύ πραγματικών και τεκμαρτών εισοδημάτων, υπάρχει μια σειρά από τρόπους αντιμετώπισης. Θα αναφερθούμε συντομογραφικά διαχωρίζοντας τη διαδικασία σε τρία στάδια, όπως εμείς τουλάχιστον κατά τη μεθοδολογία μας την υλοποιούμε.

Κίνηση 1η   / Κατ’ αρχήν ξεκινάμε από τα προφανή, δηλαδή τα συνήθη ετήσια εισοδήματα, που μπορεί να προέρχονται από επιχειρηματική δραστηριότητα, μισθούς, συντάξεις και εκμετάλλευση ακινήτων. Θα συνυπολογίσουμε επίσης ποσά που είτε απαλλάσσονται από το φόρο είτε φορολογούνται με ειδικό τρόπο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των δύο τελευταίων περιπτώσεων είναι διάφορα επιδόματα, καθώς και οι τόκοι καταθέσεων.

2η    / Ακολούθως, θα αναζητήσουμε πιθανά επιπρόσθετα έσοδα, όπως αυτά μπορεί να προκύπτουν από:

  • Χρηματικά ποσά που προέρχονται από διάθεση περιουσιακών στοιχείων. Ενδεικτικά, στα περιουσιακά στοιχεία μπορούμε να αναφέρουμε οικόπεδα, σπίτια, διαμερίσματα, αγροτεμάχια, παραχώρηση επικαρπίας ακινήτου, πώληση ψιλής κυριότητας ακινήτου, πώληση εταιρικών μεριδίων, επιχείρησης κλπ.
  • Εφάπαξ από ασφαλιστικούς οργανισμούς και ταμεία πρόνοιας.
  • Δάνεια τα οποία έχουν ληφθεί και τα οποία βέβαια αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία και παράλληλα αποδεικνύεται και η ημερομηνία λήψης τους.
  • Ποσά από δωρεές, γονικές παροχές ή κληρονομιές.
  • Ειδικές και λοιπές περιπτώσεις πιθανών επιπλέον εσόδων που λειτουργούν στους υπολογισμούς ως προσθετικά στοιχεία. Σ’ αυτά μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται υποτροφίες, κέρδη από λαχεία και γενικότερα διάφορα τυχερά παιχνίδια, καθώς και ποσά από διάφορες αποζημιώσεις.

3η  / Αν εξαντληθούν όλες οι παραπάνω περιπτώσεις και εξακολουθεί να προκύπτει διαφορά τεκμαρτής δαπάνης, μπορούμε πλέον να προβούμε σε ανάλωση κεφαλαίου. Αυτή η διαδικασία διέπεται από προκαθορισμένους κανόνες και πραγματοποιείται με μια πολύ συγκεκριμένη αριθμητική μεθοδολογία, κατά την οποία ουσιαστικά ο φορολογούμενος επικαλείται μη χρησιμοποιούμενα χρηματικά αποθέματα και διαθέσιμα προγενέστερων ετών. Η ανάλωση κεφαλαίου, αποτελεί μια πολύ σημαντική παράμετρο που μπορεί να επιφέρει μεγάλη μείωση του φόρου.

 

Οι προαπαιτούμενες δράσεις

Για όλα τα παραπάνω υπάρχει ειδική βιβλιογραφία, και δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε περαιτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση άλλωστε, το ζητούμενο είναι να καταργηθούν εντελώς αυτές οι διατάξεις περί τεκμαρτών εισοδημάτων που πλήττουν φορολογικά ένα μεγάλο μέρος πολιτών.

Η μετάβαση πάντως προς ένα φορολογικό καθεστώς απαλλαγμένο από τεκμήρια διαβίωσης, κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Πρόκειται για μια λεπτή διαδικασία καθώς θα πρέπει να έχουν εξασφαλιστεί όλες εκείνες οι δικλείδες ασφαλείας για την αποτροπή ενός ενδεχόμενου δημοσιονομικού κενού.

Να μη λησμονούμε ότι, αυτή τη στιγμή τα τεκμήρια λειτουργούν ως ένα ανάχωμα προστασίας των δημοσίων εσόδων. Συνεπώς, για να καταργηθούν πλήρως, θα πρέπει να έχει τεθεί σε λειτουργία ένα νέο φοροελεγκτικό σύστημα εντοπισμού των πραγματικών εισοδημάτων.

Συνεπώς, θα πρέπει να υλοποιηθούν και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία, κάποιες πολύ συγκεκριμένες δράσεις που θα συγκρατήσουν τις όποιες φοροεισπρακτικές αναταράξεις.

  • Περαιτέρω ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Ήδη αναμένεται να επικυρωθεί και τυπικά η αύξηση στο 30% του απαιτούμενου ποσού συναλλαγών με κάρτα ή γενικότερα μέσω τραπεζικού συστήματος, ώστε μισθωτοί και συνταξιούχοι να κατοχυρώνουν το αφορολόγητό τους. Θα μειωθεί επίσης το όριο χρήσης μετρητών από τα πεντακόσια ευρώ που είναι σήμερα
  • Επέκταση της υποχρεωτικής χρήσης POS και από τις υπολειπόμενες επιχειρήσεις που μέχρι σήμερα εξαιρούνται από τις αντίστοιχες λίστες.
  • Στοχευμένοι φορολογικοί έλεγχοι που θα διενεργούνται κατόπιν ειδικής αξιολόγησης και με συγκεκριμένα κριτήρια ανάλυσης κινδύνου.
  • Ηλεκτρονική τιμολόγηση, διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με την ΑΑΔΕ και μετάβαση σε καθεστώς ηλεκτρονικών βιβλίων
  • Έμμεσες τεχνικές ελέγχου. Ενεργοποιούνται οι συγκεκριμένες τεχνικές στις περιπτώσεις εκείνες που που οι φορολογικές αρχές εντοπίζουν αδικαιολόγητη αύξηση περιουσιακών στοιχείων, καθώς και υψηλές δαπάνες οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα.

Σ’ όλα αυτά να προσθέσουμε και το ηλεκτρονικό περιουσιολόγιο, όταν αυτό τελικά οριστικοποιηθεί και τεθεί σε λειτουργία. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι για να ολοκληρωθεί και θεσμικά το παραπάνω πλαίσιο προαπαιτούμενων ενεργειών, εκ των πραγμάτων θα χρειαστεί κάποιος χρόνος. Η αποδόμηση των τεκμηρίων θα γίνει σταδιακά, και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα θα χρειαστούν τρία-τέσσερα χρόνια ώστε να ολοκληρωθεί. Συνεπώς, μέχρι τότε θα πρέπει όλοι να λειτουργούμε βάσει του τρέχοντος νομοθετικού πλαισίου, δείχνοντας τη δέουσα προσοχή στα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης, έτσι ώστε να αποφεύγονται πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις.

Απάντηση