Παναγιώτης Τσένος, φοροτεχνικός σύμβουλος επιχειρήσεων / συγγραφέας φορολογικών & οικονομικών μελετών

Είχαμε καταγράψει στο πρώτο μέρος αυτής της άτυπης τριλογίας, κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τεκμηρίων διαβίωσης, καθώς και ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν την περίφημη ετήσια τεκμαρτή δαπάνη. Σήμερα θα επιχειρηματολογήσουμε για ποιο λόγο η συγκεκριμένη μεθοδολογία δε διασφαλίζει τη λεγόμενη φορολογική δικαιοσύνη, οπότε και όταν ολοκληρωθεί η αναγγελθείσα κατάργησή τους, θα πρόκειται αντικειμενικά για ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Κατ’ αρχήν, αρκεί μια απλή ετυμολογική προσέγγιση του όρου, ώστε να καταλήξουμε στη διαπίστωση ότι τα τεκμήρια δε συνιστούν μια φορολογικά δίκαιη μέθοδο προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης.

Η λέξη τεκμήριο είναι παράγωγη της λέξης «τεκμαίρεται» που σημαίνει συμπεραίνεται. Με άλλα λόγια κάποια συγκεκριμένα, υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία, οδηγούν στο θεωρητικό συμπέρασμα πόσα χρήματα κατ’ ελάχιστον κερδίζει ετησίως ο φορολογούμενος. Θεωρούμε ότι και μόνο το γεγονός ότι η μέθοδος δε βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία, και απλά «συμπεραίνεται» το εισόδημα που υποθετικά αποκτάται, υπάρχουν περιπτώσεις που δημιουργούνται σημαντικές φορολογικές και κατ’ επέκταση κοινωνικές αδικίες.

Ας μην παραβλέπουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που με θυσίες και σωστή οικονομική διαχείριση απέκτησαν κάποια περιουσιακά στοιχεία. Και αυτό, ασφαλώς και δε συνεπάγεται ότι κάθε χρόνο έχουν κάποιο ελάχιστο και εγγυημένο εισόδημα. Επίσης, πάρα πολλά νοικοκυριά είδαν εν μέσω κρίσης τα εισοδήματά τους να μειώνονται σε μεγάλο βαθμό. Συνεπακόλουθα πολλοί φορολογούμενοι βρέθηκαν ξαφνικά δέσμιοι του συγκεκριμένου συστήματος έμμεσου προσδιορισμού του εισοδήματος.

Ας δούμε σ’ αυτό το σημείο ένα παράδειγμα που θα μας οδηγήσει σε κάποια ιδιαίτερα χρήσιμα συμπεράσματα. Θα εξετάσουμε δυο οικογένειες, των φορολογούμενων Α και Β, οπού χάριν ευκολίας -αλλά και πληρέστερης κατανόησης των όσων θέλουμε να καταδείξουμε- θα υποθέσουμε και στις δύο περιπτώσεις ότι η σύζυγος έχει ένα σταθερό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες της τάξεως των 8.500 €, κάτω δηλαδή του αφορολόγητου ορίου.

Φορολογούμενος “A

  • Έχει τη δική του ατομική επιχείρηση, από την οποία και προέκυψε ότι είχε κερδοφορία της τάξεως των 14.000 €, ποσό που απεικονίζεται και στα λογιστικά του βιβλία και δηλώνει στο σύνολό του κατά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης.
  • Ζει με τη σύζυγό του και τα δυο παιδιά τους σε μια κατοικία 150 τ.μ. (πλέον 50 τ.μ. βοηθητικούς χώρους).
  • Παράλληλα, έχουν δύο αυτοκίνητα 1600 και 1400 κ.ε., καινούργια μάλιστα καθώς δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην επιπλέον ασφάλεια που αυτά προσφέρουν.
  • Γίνεται μια πολύ συνετή διαχείριση των χρημάτων. Η οικογένεια χωρίς να στερείται το οτιδήποτε, φροντίζει κατά διαστήματα να αγοράζει κάποια περιουσιακά στοιχεία και υπάρχει γενικότερα μια επενδυτική φιλοσοφία.

Φορολογούμενος “Β”

  • Η επίσης τετραμελής οικογένεια διαμένει σε ένα σπίτι εμβαδού 110 τ.μ.
  • Έχουν αντίστοιχα στην κατοχή τους δύο αυτοκίνητα 1600 και 1400 κ.ε. με τη διαφορά ότι και τα δύο αυτά οχήματα είναι δεκαετίας και άνω.
  • Αντιμετωπίζει τη ζωή με μια σχετική χαλαρότητα, και δεν κάνει στοχευμένες αγορές περιουσιακών στοιχείων. Αντιθέτως, τα χρήματα δαπανώνται κατά βάση σε διάφορα καταναλωτικά προϊόντα και αγαθά.
  • Για να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στο παράδειγμα θα προσθέσουμε κι ένα επιπλέον δεδομένο. Ο «Β» κερδίζει από τη δουλειά του περισσότερα χρήματα από τον «Α». Τα πραγματικά του κέρδη ανέρχονται σε 16.000 €, αποκρύπτει όμως πολύ μεγάλο μέρος αυτών και δηλώνει τελικά 8.000 € ετήσιο εισόδημα.

Βάσει των παραπάνω δεδομένων, προκύπτει ο εξής πίνακας προσδιορισμού της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης:

 

Η ώρα της εκκαθάρισης

Κατ’ αρχήν τόσο η σύζυγος του «Α» όσο και του «Β» θα λάβουν μηδενικά εκκαθαριστικά[1]. Θα εξετάσουμε τώρα τις εκκαθαρίσεις των δύο υπόχρεων που -καθώς είναι και επιτηδευματίες- τα κέρδη τους φορολογούνται απ’ το πρώτο ευρώ βάσει της ισχύουσας κλίμακας.

Πριν την υποβολή των δηλώσεων, ο «Α» γνωρίζει ήδη ότι βάσει των περιουσιακών του στοιχείων είναι επιβαρυμένος με υψηλά τεκμήρια, με τα ετήσια εισοδήματα της οικογένειάς του να υπολείπονται αυτών. Το τελικό αποτέλεσμα της δικής του εκκαθάρισης, εξαρτάται εν πολλοίς από το αν καταφέρει να καλύψει το άνοιγμα της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης ή έστω μέρος αυτής της διαφοράς. Αυτό μπορεί να γίνει κατά βάση με δυο τρόπους:

1) Εφόσον απέκτησε χρήματα από διάθεση περιουσιακών στοιχείων στην περίοδο αναφοράς, καθώς και από άλλες πηγές που προβλέπονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και

2) Με ανάλωση κεφαλαίου. Να επικαλεστεί δηλαδή εισοδήματα προηγουμένων ετών που -αποδεδειγμένα και βάσει συγκεκριμένης διαδικασίας- έχουν δημιουργήσει ένα απόθεμα προς μελλοντική χρήση.

Περνάμε λοιπόν στα νούμερα της εκκαθάρισης, με την επισήμανση ότι στην περίπτωση του πρώτου φορολογούμενου θα εξετάσουμε δύο πιθανά σενάρια. Στο πρώτο εξ αυτών, τα νούμερα είναι ευνοϊκά, υπάρχει απόθεμα εισοδημάτων από προγενέστερες χρήσεις, οπότε και καλύπτει με ανάλωση την προκύπτουσα διαφορά τεκμηρίων. Στο δεύτερο σενάριο, δεν δύναται να προβεί σε ανάλωση, οπότε και θα φορολογηθεί για το ποσό που προκύπτει ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη.

Στην τελευταία σειρά του σχετικού πίνακα, αναγράφονται τα ποσά της τελικής εκκαθάρισης. Για να είμαστε όμως απολύτως ακριβείς, δημιουργήσαμε και μια σειρά με το προσωρινό σύνολο. Αυτή είναι η καθαρή, ετήσια φορολογική επιβάρυνση, καθώς η προκαταβολή φόρου θα συμψηφιστεί με την επόμενη φορολογική δήλωση.

Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι ο πρώτος φορολογούμενος έχει ψηλότερη εκκαθάριση. Και το πρόβλημα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο όσο δεν καλύπτει την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη, οπότε και φορολογείται για το σύνολο αυτής. Ο δεύτερος φορολογούμενος -ο οποίος μάλιστα είχε μεγαλύτερη κερδοφορία, αλλά απέκρυψε φορολογητέα ύλη- εν τέλει θα κληθεί να πληρώσει και λιγότερα χρήματα. Το δίδαγμα του παραπάνω ενδεικτικού σεναρίου είναι ότι διαταράσσεται η λεγόμενη φορολογική δικαιοσύνη, ενώ οι συγκεκριμένες περί τεκμηρίων διατάξεις λειτουργούν από ένα σημείο κι έπειτα σχεδόν τιμωρητικά για τους φορολογούμενους εκείνους που κάνουν μια αντικειμενικά χρηστή διαχείριση των χρημάτων τους.

 

* Στο τρίτο μέρος θα παραθέσουμε το βασικό πλάνο που υπάρχει για τη σταδιακή κατάργηση των τεκμηρίων, καθώς και ποιες είναι εκείνες οι προϋποθέσεις που επιτευχθεί αυτή η μετάβαση χωρίς υψηλό δημοσιονομικό κόστος.

 

[1] και εφόσον βέβαια έχουν πραγματοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής οι απαιτούμενες και αναλογούσες δαπάνες

Παναγιώτης Τσένος

Φοροτεχνικός σύμβουλος επιχειρήσεων / συγγραφέας φορολογικών & οικονομικών μελετών

Απάντηση