Ηλίας Συμενταρίδης, Φοιτητής Διοίκησης Επιχειρήσεων Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης
“ Παράδειγμα του κύκλου μιας φούσκας αποτελεί η απώλεια της ορθολογικής εκτίμησης των επενδυτών και η επένδυση εκ μέρους τους κεφαλαίων σε περιουσιακά στοιχεία λόγω ψυχολογικών προκαταλήψεων. Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο όπου κ’ άλλοι ακολουθούν το ίδιο μοτίβο οδηγώντας έτσι σε μαζική άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Καθώς, όμως, οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι το περιουσιακό στοιχείο δεν αξίζει το ποσό που έχουν επενδύσει οδηγούμαστε σε ξαφνική πτώση των τιμών”.
Η Lehman Brothers ήταν μια εταιρεία ειδικευμένη στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε στο Μοντγκόμερι, της Αλαμπάμα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η εταιρεία είχε την έδρα στη Νέα Υόρκη ώσπου το 2008 σταμάτησε τις δραστηριότητές της, αφότου απέκρυψε πάνω από 50 δισ. δολάρια σε δάνεια που συγκαλύφθηκαν ως πωλήσεις. Σύμφωνα με ισχυρισμούς, πωλούσαν «τοξικά» διατραπεζικά προϊόντα[1] στα νησιά Cayman με την προϋπόθεση ότι τελικά θα ξαναγοράζονται (repurchase agreements). Έτσι, ακολουθώντας τέτοιου είδους πρακτικές οδηγήθηκε σε κήρυξη πτώχευσης καθώς και σε αποκάλυψη της απάτης.
Η περίπτωσή τους ήταν μεγαλύτερη από αυτή των Enron, Washington Mutual, WorldCom και GM μαζί. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, οι αδελφοί Lehman υπέβαλαν αίτηση για προστασία από πτώχευση του κεφαλαίου, αφού επικαλέστηκαν το νόμο για «αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων»[2]. Οι κύριοι συμμετέχοντες του σκανδάλου της Lehman Brothers ήταν ο διευθύνων σύμβουλος, τα στελέχη του Richard S. Fuld και Lehman επιπλέον, η ελεγκτική εταιρία Ernst & Young έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην απάτη. Επεξεργάστηκαν τα βιβλία τους χρησιμοποιώντας το «Repo 105», ένα λογιστικό τέχνασμα στο οποίο μια επιχείρηση ταξινομεί ένα βραχυπρόθεσμο δάνειο ως πώληση και στη συνέχεια χρησιμοποιεί τα έσοδα από την πώληση για να μειώσει τις υποχρεώσεις της. Το «Repo 105» ήταν ουσιαστικά μία παραπλανητική έκθεση, η οποία μετέφερε προσωρινά περιουσιακά στοιχεία 50 δισεκ. δολαρίων στο τέλος κάθε τριμήνου. Αυτός ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός με την μικρή επιβολή τόκου εισέρεε ως ρευστό για αποπληρωμή των αναφερόμενων υποχρεώσεων της, μειώνοντας το μοχλευτικό χρέος που καραδοκούσε και αφαιρώντας το από τον ισολογισμό της.
Ως φοιτητές οικονομικών, σχεδόν όλοι έχουμε πέσει επάνω σε θέματα πράξεων της λογιστικής και στα «Λογιστικά Πρότυπα». Μόνο που εδώ ο λογιστικός κανόνας SFAS 140 υπέστη κατάχρηση, αφού ως «άκρατος νόμος» υπήρχε κενό στην εν λόγω νομοθεσία δλδ, οι συναλλαγές τις οποίες εμφάνιζε ήταν μη έγκυρες, διότι καταγράφονταν με αιτιολόγηση ως πώληση ή χρηματοδότηση ή απομάκρυνση των συγκεντρωτικών τίτλων από τον ισολογισμό της εταιρείας έκδοσης. Αυτό είχε ως αντίκτυπο να είναι πραγματικά δάνεια, όχι πωλήσεις, ενώ ο κανόνας περιείχε μια διάταξη που ανέφερε ότι τα περιουσιακά στοιχεία θα παρέμεναν στα βιβλία της επιχείρησης, εφόσον η επιχείρηση συμφώνησε να τα αγοράσει πίσω σε τιμή μεταξύ 98% και 102%. Συνεπώς, τι θα κέρδιζε;
Με την επαναγορά περιουσιακών στοιχείων στο 105% της τιμής πώλησής τους, η επιχείρηση θα μπορούσε να τα καταγράψει ως πώληση και να τα αφαιρέσει από τα βιβλία. Ο κανόνας τώρα, εξετάζει κατά πόσο μια συναλλαγή συνεπάγεται πραγματικά μεταφορά κινδύνου και ανταμοιβής. Σε αντίθετη περίπτωση, η συμφωνία θεωρείται δάνειο και τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν στον ισολογισμό του δανειολήπτη. Τελικά, η περιβόητη τράπεζα δεν διώχθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λόγω της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Αργότερα το 2010, ο γενικός εισαγγελέας της Νέας Υόρκης Andrew Cuomo κατέθεσε αγωγή εναντίον των Ernst και Whitney, λογιστών της Lehman Brothers, κατηγορώντας τους ότι “βοήθησαν ουσιαστικά […] μια τεράστια λογιστική απάτη”. Η Ernst & Young, δεν προειδοποίησε το διοικητικό συμβούλιο, παρά την προειδοποίηση για λογιστικές παρατυπίες από έναν αντιπρόεδρο της Lehman. Η ελεγκτική εταιρεία αρνήθηκε τις κατηγορίες για έλλειψη καθήκοντος, κατηγορώντας τα προβλήματα της Lehman για τις συνθήκες της αγοράς. Ως αποτέλεσμα της αποτυχίας της Lehman Brothers, 26.000 άτομα αποχώρησαν και μαζί εκατομμύρια επενδυτές έχασαν όλα τα χρήματά τους. Η επέκταση της πίστωσης θα έπρεπε να είναι εξίσου συνυφασμένη με την εξάρτηση από την πίστωση.
Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο ο δημόσιος τομέας να ελέγχει την επέκταση της πίστωσης. Η χρεοκοπία της Lehman Brothers εκθέτει τη μεγάλη παγκόσμια ιδιωτική τραπεζική ως μη προσβάσιμη και αναχρονιστική. Ίσως πρόκειται για μια ειρωνεία ότι η απληστία δεν καρποφόρησε αυτήν την φορά, διότι είχε ορίσει η ίδια το δικό της παιχνίδι.
[1] Τα επονομαζόμενα τοξικά τραπεζικά προϊόντα είναι ένας δημοφιλής όρος για ορισμένα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία subprime MBS και CDO (όπως η τιτλοποίηση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων ή εγγυημένες υποχρεώσεις χρέους) των οποίων η αξία είχε μειωθεί ραγδαία, αφού πολλά από τα δάνεια σε υποθήκες ρυθμιζόμενου επιτοκίου αργότερα, προσέφεραν υψηλά επιτόκια με δραματική αύξηση της διαθέσιμης ενυπόθηκης πίστης έως ότου λόγω χαμηλότερων πιστωτικών αποτελεσμάτων κάτω του μέσου όρου αυξήθηκε ο κίνδυνος αποκλεισμού (κάμψη) με τη χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων, ώστε να πωληθούν σε τιμή που θα μπορούσε να είναι ικανοποιητική για τον κάτοχο.
[2] Το «chapter 11 bankruptcy» αποδίδεται σε εταιρείες που χρειάζονται χρόνο για την αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων (οφειλές) τους και δίνει δικαίωμα στον οφειλέτη να αναθεωρήσει, με την επιφύλαξη της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη από το σχέδιο αναδιοργάνωσης μετά από απόφαση που εμπίπτει από δίκη.