Αθανάσιος Χατζηραφαηλίδης, φοιτητής Οικονομικών Επιστημών ΠΑΜΑΚ

Για την τρέχουσα οικονομική κρίση υπάρχουν ποικίλες ερμηνείες. Η επικρατέστερη είναι αυτή που υποστηρίζει ότι προέκυψε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές θεωρίες που αμφισβητούν αυτήν την υπόθεση. Μία από αυτές είναι η θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να αναφέρει και να αναλύσει τις τρεις κύριες προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους από τον Σμιθ, τον Ρικάρντο και τον Μαρξ, καθώς και να εντοπίσει ομοιότητες και διαφορές της ανάλυσης του Κέυνς με αυτές.

Αρχικά, σύμφωνα με το γενικό ορισμό του ποσοστού κέρδους, αυτό είναι με απλά λόγια το ποσοστό της κερδοφορίας που επικρατεί σε μία οικονομία μακροχρόνια. Τα διαφορετικά ποσοστά κέρδους των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον Σμιθ, τον Ρικάρντο και τον Μαρξ,  διαμορφώνουν ένα γενικό ποσοστό κέρδους μακροπρόθεσμα μέσω του ανταγωνισμού που ισχύει για ολόκληρη την οικονομία. Στο παρόν άρθρο, κάθε φορά που θα αναφέρεται η έννοια του ποσοστού κέρδους θα γίνεται λόγος ουσιαστικά για αυτό το γενικό ποσοστό κέρδους.

Adam Smith

Ο πρώτος οικονομολόγος που αναφέρθηκε στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ήταν    ο Άνταμ Σμιθ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σμιθ ήταν ο οικονομολόγος που έθεσε τις βάσεις για την επιστημονική μελέτη των οικονομικών σχέσεων που διέπουν μία κοινωνία, μιλώντας για την ύπαρξη αντικειμενικών οικονομικών νόμων των οποίων η λειτουργία είναι ανεξάρτητη από τη βούληση των ανθρώπων. Επίσης, αν και είναι γνωστός κυρίως για το αόρατο χέρι της αγοράς (μία φράση που ο ίδιος ανέφερε ελάχιστα), ήταν ο πρώτος που ανέπτυξε την εργασιακή θεωρία της αξίας, την οποία μετέπειτα επεξεργάστηκαν ο Ρικάρντο και ο Μαρξ. Σύμφωνα με τον Σμιθ, το ποσοστό του κέρδους έχει την τάση να πέφτει σε μία οικονομία της αγοράς λόγω του ανταγωνισμού. Επειδή ο καπιταλισμός είναι ένα δυναμικό σύστημα και έχει την τάση να συσσωρεύει κεφάλαιο γρηγορότερα από την αύξηση του εργατικού δυναμικού, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα στην αγορά εργασίας μία αύξηση της ζήτησης εργασίας που οδηγεί σε αύξηση των μισθών, οι οποίοι ρίχνουν τα κέρδη. Ακόμα ένας λόγος για αυτήν την πτώση είναι ότι στην αγορά προϊόντος οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να ρίχνουν συνεχώς τις τιμές τους για να γίνονται πιο ανταγωνιστικές.

 

David Ricardo

Στη συνέχεια, τη σκυτάλη από τον Σμιθ πήρε ο Ρικάρντο, ο οποίος έδωσε μία αρκετά σύνθετη εξήγηση για την πτωτική τάση της κερδοφορίας. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούσε πως η αιτία του προβλήματος ήταν οι φθίνουσες αποδόσεις της γης. Όλα ξεκινούν από την αυξημένη ζήτηση για τρόφιμα. Αυτό σημαίνει ότι, για να ικανοποιηθεί αυτή η ζήτηση, θα πρέπει να καλλιεργούνται αναγκαστικά όλο και λιγότερο εύφορα κομμάτια γης. Η αυξημένη αυτή ζήτηση οδηγεί σε μία αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Από αυτήν την κατάσταση επωφελούνται, σύμφωνα με τον Ρικάρντο, οι γαιοκτήμονες, η κοινωνική ομάδα που κατέχει την ιδιοκτησία της γης και την ενοικιάζει, καθώς λόγω των αυξανόμενων τιμών των αγροτικών προϊόντων ανεβαίνει και το δικό τους εισόδημα, η γαιοπρόσοδος. Ταυτόχρονα, οι εργάτες οι οποίοι παίρνουν το φυσικό μισθό επιβίωσης, λόγω της αύξησης των τιμών των αγροτικών προϊόντων, διεκδικούν και παίρνουν μία αύξηση στους μισθούς, προκειμένου να είναι σε θέση να καταναλώσουν τα ίδια προϊόντα που κατανάλωναν πριν από την αύξηση και τους επιτρέπουν να επιβιώνουν για να είναι σε θέση να εργάζονται. Οι μόνοι που χάνουν από αυτήν τη διαδικασία είναι οι καπιταλιστές, οι οποίοι βλέπουν ότι οι αιματηρές αποταμιεύσεις τους τελικά δεν πιάνουν τόπο, αφού η γαιοπρόσοδος και οι μισθοί ανεβαίνουν, γεγονός που σηματοδοτεί την πτώση των κερδών τους, καθώς ο Ρικάρντο, σε αντίθεση με το Σμιθ, πίστευε ότι μία αύξηση στους μισθούς δεν θα οδηγήσει σε μία αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών, αλλά σε μία πτώση των κερδών.

Μετά τον Ρικάρντο, ανέπτυξε και ο Μαρξ τη δική του θεωρία για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Για τον Μαρξ, το ποσοστό κέρδους ορίζεται ως εξής:

Ποσοστό Κέρδους κατά τον Καρλ Μαρξ

Η υπεραξία είναι οι ώρες εκείνες που ο εργάτης δουλεύει χωρίς να πληρώνεται για λογαριασμό του καπιταλιστή. Το σταθερό κεφάλαιο είναι τα κτίρια, τα μηχανήματα και οι πρώτες ύλες, ενώ το μεταβλητό κεφάλαιο είναι οι μισθοί. Επίσης, ο Μαρξ όρισε μία εντελώς νέα μεταβλητή που εμφανίζεται μόνο στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, το λόγο σταθερού προς μεταβλητό κεφάλαιο, την οποία ονόμασε οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου αντανακλά το επίπεδο της τεχνολογικής ανάπτυξης μίας οικονομίας.

Karl Marx

Σύμφωνα με τον Μαρξ, στον καπιταλισμό υπάρχει η τάση της αντικατάστασης της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές. Αυτό συμβαίνει, διότι με τη μηχανοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας, οι επιχειρήσεις μειώνουν το ανά μονάδα κόστος, πετυχαίνουν οικονομίες κλίμακας και γίνονται πιο ανταγωνιστικές ρίχνοντας τις τιμές και ανεβάζοντας έτσι τις πωλήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, ανεβαίνει η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, αυξάνεται το σταθερό κεφάλαιο όλο και περισσότερο σε σχέση με το μεταβλητό, δηλαδή αυξάνεται ο παρονομαστής στη σχέση του ποσοστού κέρδους, με αποτέλεσμα αυτό να παρουσιάζει πτωτική τάση. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της εκτόπισης από την παραγωγή του μοναδικού παράγοντα που δημιουργεί νέα αξία, του ανθρώπου. Η υπερβολική επιτυχία του συστήματος, δηλαδή η μείωση του κόστους και η αύξηση των πωλήσεων που επιτυγχάνεται από την πτώση των τιμών, καθώς και η όλο και μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου οδηγεί στην αποτυχία, δηλαδή στην κρίση, που τελικά προκύπτει ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που δεν μπορούν να επενδυθούν λόγω της πολύ χαμηλής κερδοφορίας.

Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά όταν η πολιτική οικονομία σαν ενιαία επιστήμη αντικαταστάθηκε από τρεις διακριτές και διαφορετικές μεταξύ τους επιστήμες, τα οικονομικά, την κοινωνιολογία και τις πολιτικές επιστήμες. Για την πολιτική οικονομία οι οικονομικές σχέσεις εξετάζονται υπό το πρίσμα των κοινωνικών τάξεων, ενώ το αντικείμενο μελέτης των οικονομικών είναι η συμπεριφορά των οικονομούντων ατόμων. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, εμφανίστηκε η οριακή σχολή προς τα τέλη του 19ου αιώνα, με κύριους εκπροσώπους τους Βαλράς, Τζέβονς και Μένγκερ. Η οριακή σχολή ανέπτυξε μία υποκειμενική θεωρία της αξίας που βασιζόταν στη χρησιμότητα, απορρίπτοντας την αντικειμενική θεωρία της αξίας της κλασικής και της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Επίσης, στήριξε ολόκληρη τη θεωρία της στον τέλειο ανταγωνισμό, μία μορφή αγοράς όπου υπάρχουν πολλές μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν ένα πανομοιότυπο προϊόν και δεν μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές.

John Maynard Keynes

Σε αυτήν τη σχολή έντονη κριτική άσκησε ο Κέυνς αμφισβητώντας το αν και κατά πόσο είναι ρεαλιστική. Όσον αφορά στην κερδοφορία, ανέπτυξε μία θεωρία που μοιάζει αρκετά με αυτήν της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, κυρίως του Σμιθ. Για τον Κέυνς, η κρίσιμη μεταβλητή που επηρεάζει τις επενδύσεις εκτός από το επιτόκιο είναι η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου (ΟΑΚ). Η ΟΑΚ ουσιαστικά αποτελεί έναν δείκτη, ο οποίος δείχνει τις πιθανότητες επικερδούς τοποθέτησης μίας επένδυσης και μετρά την απόδοση που αναμένεται να δώσει αυτή στον επενδυτή. Η ΟΑΚ επηρεάζεται από τις προσδοκίες σχετικά με μελλοντικά στοιχεία κόστους εισροών και τη ζήτηση. Ο Κέυνς ουσιαστικά αντικατέστησε το ποσοστό κέρδους που συνδέεται άμεσα με την πραγματική οικονομία με την ΟΑΚ που συνδέεται με τις προσδοκίες για κέρδος. Έτσι, ενώ μελετά το τι συμβαίνει στην πραγματική οικονομία, το κάνει με εργαλεία που δεν είναι καθαρά δικά της. Ένα από αυτά τα εργαλεία είναι η ζήτηση, η οποία σύμφωνα με τον Μαρξ είναι μία παράμετρος δευτερεύουσας σημασίας όπως και η προσφορά, σε σχέση με τους θεμελιώδεις οικονομικούς νόμους, που καθορίζουν τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος και σχετίζονται με το ποσοστό κέρδους που διαμορφώνεται στη σφαίρα της παραγωγής.  Ακριβώς, λοιπόν, επειδή η ΟΑΚ εξαρτάται περισσότερο από τη ζήτηση και τις προσδοκίες, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η πτωτική της τάση, αν και εφόσον υπάρχει, διαφέρει από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους έτσι όπως την όρισε ο Μαρξ, δηλαδή σαν μία διαδικασία με ενδογενή αίτια βασισμένα στην αρχιτεκτονική του συστήματος, και ταιριάζει περισσότερο στην εξήγηση που έδωσε ο Σμιθ περί ανταγωνισμού.

Συνοψίζοντας, η ορθότητα της κάθε οικονομικής θεωρίας κρίνεται κυρίως από το κατά πόσο μπορεί να περιγράψει αυτό που όντως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες, πρώτα η FED και έπειτα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακολούθησαν μία επεκτατική νομισματική πολιτική, παρέχοντας άφθονη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, αγοράζοντας μαζικά υποτιμημένους τίτλους και χρεόγραφα. Ωστόσο, η κρίση δεν ξεπεράστηκε. Ενώ  συσσωρεύτηκε τεράστιος πλούτος, οι επενδύσεις όχι μόνο δεν αυξήθηκαν ικανοποιητικά, αλλά μειώθηκαν κιόλας. Από αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι επενδυτές επιλέγουν συνειδητά να μην επενδύσουν τα κεφάλαιά τους, επειδή φοβούνται ότι οι επενδύσεις τους δεν θα αποφέρουν τα αναμενόμενα κέρδη.  Συνεπώς, το ποσοστό κέρδους είναι η πιο κρίσιμη μεταβλητή της οικονομίας. Αν η πτωτική του τάση έχει αιτίες που προκύπτουν από τους οικονομικούς νόμους του ίδιου του συστήματος, οποιαδήποτε πολιτική κι αν εφαρμοστεί είτε αυτή είναι επεκτατική είτε περιοριστική δεν θα είναι σε θέση να λύσει το πρόβλημα. Επίσης, αν ισχύει αυτό και η κρίση δεν είναι απλά αποτέλεσμα κακής διαχείρισης της οικονομίας, ακόμα και αν ξεπεραστεί η τρέχουσα οικονομική κρίση, αναπόφευκτα θα προκύψουν κι άλλες στο μέλλον. Η θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους με τις όποιες διαφοροποιήσεις αυτή αναπτύχθηκε φαίνεται να μπορεί να δώσει μία ρεαλιστική εξήγηση για τη σημερινή κατάσταση και αυτό ακριβώς είναι που την κάνει επίκαιρη όσο ποτέ.

 

Απάντηση