Το Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ) ή όπως αλλιώς ονομάζεται Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) ιδρύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1876. Παρ’ όλο που για πολλές δεκαετίες η έδρα του ήταν στην οδό Σοφοκλέους, από το 2007 και μετά στεγάζεται στην Λεωφόρο Αθηνών 110 στην πρωτεύουσα, έχοντας ως έμβλημά του τον Κερδώο Ερμή. Μετά από αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις και από το 2013 και έπειτα, ο Όμιλος Χρηματιστηρίου Αθηνών αποτελείται από την εταιρεία Ελληνικά Χρηματιστήρια – Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε. Συμμετοχών (ΕΧΑΕ) και τις θυγατρικές Ανάπτυξη Συστημάτων και Υποστήριξης Κεφαλαιαγοράς Α.Ε. (ΑΣΥΚ), Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων A.E. (ATHEXCSD) και Εταιρεία Εκκαθάρισης Συναλλαγών Χρηματιστηρίου Αθηνών A.E. (ATHEXClear). Ποσοστά του ομίλου κατέχουν κυρίως ιδιώτες και το ελληνικό δημόσιο. Σήμερα, το Χρηματιστήριο Αθηνών παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και οι αγορές που λειτουργούν σε αυτό είναι η οργανωμένη αγορά παραγώγων, η εναλλακτική αγορά, η οργανωμένη αγορά αξιών, η εξωχρηματιστηριακή αγορά και η αγορά άνθρακα.
Το 2018 ήταν μια δύσκολη χρηματιστηριακή χρονιά ιδιαίτερα σε σχέση με τον Τραπεζικό κλάδο. Το κλείσιμο του 2018 βρήκε την κεφαλαιοποίηση του ελληνικού χρηματιστηρίου στα 45 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν στην αρχή του ίδιου χρόνου η αποτίμησή του ήταν στα 54,3 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή μέσα στο 2018 το ελληνικό χρηματιστήριο είχε απώλειες ύψους 9,3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Βασική αιτία ο τραπεζικός κλάδος, ο οποίος έχασε συνολικά περίπου 5 δις ευρώ. Σε ετήσιο επίπεδο οι απώλειες του ΧΑ ήταν 23,56% και σε επίπεδο MSCI (δείκτης που μετρά την απόδοση των εισηγμένων μετοχών μεγάλης και μεσαίας κεφαλαιοποίησης), οι απώλειες ήταν 35,3%.
Η ελληνική πραγματική αγορά είναι μία αγορά τραπεζοκεντρική. Είναι γνωστό, ότι η πορεία των Τραπεζικών Μετοχών καθορίζει το ενδιαφέρον για την χρηματιστηριακή αγορά, όμως στην Ελλάδα το χρόνο που μας πέρασε η πορεία αυτή ήταν η δεύτερη χειρότερη διεθνώς. Επίσης, στα αρνητικά της χρονιάς αναφέρεται η έξοδος από τον δείκτη MSCI της υψηλής κεφαλαιοποίησης τριών τραπεζών, της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Τράπεζας Πειραιώς, με παραμένουσα στον εν λόγω δείκτη μόνο της Alpha Bank.
Η εκροή των καταθέσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 – και η συνεπακόλουθη επιβολή των capital controls – έφεραν την χρηματιστηριακή κατάρρευση των τιμών των τραπεζών και όλης της χρηματιστηριακής αγοράς. Η έξοδος της Ελλάδος από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 επέδρασε αρνητικά στη χρηματιστηριακή αγορά. Η Ελλάδα μπορεί να χρηματοδοτείται πλέον μόνο από τις αγορές και όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως τα προσφερόμενα επιτόκια είναι προς το παρόν απαγορευτικά. Πιο συγκεκριμένα, είναι τριπλάσια από αυτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι αγορές αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη την ελληνική οικονομία. Η αμφισβήτηση από τους ξένους επενδυτές αποτυπώνεται και στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Από τη στιγμή δε που ο ρυθμός των αποκρατικοποιήσεων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και η προσπάθεια μείωσης των κόκκινων δανείων των τραπεζών είναι ημιτελής και δεν προχωρά με τους προβλεπόμενους ρυθμούς, η αμφισβήτηση παραμένει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από την αρχή του 2018 την απώλεια των τιμών των μετοχών των τραπεζών – για την Πειραιώς 73%, για την Εθνική 66%, για την Alpha 38% και για την Eurobank 37%.
Στον δείκτη FTSE 25, ο οποίος είναι ο δείκτης των 25 μεγαλύτερων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο ΧΑ, έκλεισε με πτώση 23,75%. Μόλις τρεις ήταν οι μετοχές που έδωσαν κέρδη. Συγκεκριμένα, η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή με άνοδο 32%, η MOTOR OIL με κέρδη 12% και η ΣΑΡΑΝΤΗΣ Α.Ε. με 11%.
Αξίζει να αναφερθεί, ότι περίπου το 44% των τίτλων που πραγματοποίησαν συναλλαγές έκλεισε με κέρδος. Ειδικότερα, από τις 135 μετοχές που παρουσίασαν κινητικότητα το 2018, 59 έκλεισαν με άνοδο, 73 με πτώση, ενώ 3 παρέμειναν σταθερές.
Τώρα όσον αφορά το παγκόσμιο επίπεδο των αγορών, έπειτα από μία μακρά περίοδο ανοδικής κίνησης των χρηματιστηριακών αγορών παγκοσμίως από το 2008, ήρθε η ώρα της διόρθωσης. Παρ’ όλο που από το 2008 ο δείκτης S&B-500 που παρακολουθεί τις μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ σημείωσε άνοδο 199%, και ενώ το 2018 ξεκίνησε με τις καλύτερες συνθήκες, κατέληξε να είναι το χειρότερο έτος για τις αγορές από την χρηματοπιστωτική κρίση και μετά. Ειδικότερα, από τον Σεπτέμβριο του 2018 και μετά, οι επενδυτές παρακολούθησαν ένα ενδιαφέρον sell-off στις παγκόσμιες αγορές με επίκεντρο την Wall-Street και τις ευρωπαϊκές αγορές, ιδιαίτερα της Γερμανίας. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, ήταν να μειωθεί η αποτίμηση των χρηματιστηριακών αγορών κατά 7 τρισεκατομμύρια δολάρια περίπου. Ο εμπορικός πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή μιας διαφορετικής νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες των μεγάλων χωρών (FED, ΕΚΤ κλπ). Έτσι, εφαρμόστηκε μια σφικτή νομισματική πολιτική. Ακόμη, η διενέργεια εκλογών στην Ευρώπη, Καναδά, Ινδία, Νότιο Αφρική και οι προβλέψεις από τους διεθνείς οίκους για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, δικαιολογούν την διόρθωση που έχει αρχίσει να συντελείται και έχει οδηγήσει τον χρηματιστηριακό δείκτη MSCI, που περιλαμβάνει μετοχές 47 χωρών, σε πτώση τάξεως του 10%, την πρώτη διψήφια υποχώρησή του από το 2008.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες αναφέρθηκαν επειδή αποτελούν τις εξωγενείς παραμέτρους που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία. Όμως, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά επηρεάζεται και από άλλους ενδογενείς παράγοντες που αναλύονται ακολούθως. Αρχικά, η διενέργεια βουλευτικών εκλογών κατά το 2019 με μία μακρά προεκλογική περίοδο, η οποία θα ακολουθήσει μέσα στο νέο έτος, θα επιβραδύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και θα ατονίσει την προσπάθεια για ανάκαμψη της οικονομίας. Επιπρόσθετα, η μη ύπαρξη επενδύσεων από το εξωτερικό αποτελεί μεγάλο «χτύπημα» καθώς είναι επενδύσεις που χρειάζεται τα μέγιστα η χώρα. Τέλος, οι τράπεζες θα ασχολούνται με την επίλυση των προβλημάτων τους, την πληρωμή δηλαδή των κόκκινων δανείων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνεισφέρουν στην αναπτυξιακή διαδικασία. Αυτό θα συμβεί γιατί είναι δυστυχώς γνωστό ότι θα χρειαστούν νέα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξή τους, που λόγω της προεκλογικής κατάστασης που θα ακολουθήσει θα είναι αδύνατο να βρεθούν. Ενώ παράλληλα θα εγκλωβιστούν σε μία διαδικασία συντηρήσεως που δε θα προσφέρει τίποτα στην οικονομία, αλλά την ίδια στιγμή θα αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο από τους επενδυτές.