Από την αρχαιότητα, το εμπόριο κατείχε σημαντική θέση στην οικονομία κάθε λαού. Άπειρα είναι τα ευρήματα που μαρτυρούν τη διεξαγωγή συναλλαγών μέσω θαλάσσης, όπου τα λιμάνια αρχικά της Μεσογείου και στη συνέχεια όλου του κόσμου γίνονταν πόλοι έλξης πολλών εμπόρων, «εξωτικών» προϊόντων και πολιτισμών. Στις μέρες μας, το εξωτερικό θαλάσσιο εμπόριο εξακολουθεί να παίζει κρίσιμο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία καθώς εξασφαλίζει τις απαραίτητες πρώτες ύλες για την παραγωγή, αποτελεί τρόπο αξιοποίησης του πλεονάσματος των χωρών, συμβάλλει στον καταμερισμό της εργασίας κ.α. Παρόλα αυτά, ενώ η συμβολή του στην οικονομία είναι πολύ μεγάλη, για την εξασφάλιση των απαραίτητων εγκαταστάσεων προκειμένου να διεξαχθεί, εφαρμόζονται   πολλές φορές τακτικές που οδηγούν σε αμφισβήτηση των ωφελειών του.

Το λιμάνι της Αμβέρσας είναι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης (μετά από αυτό του Ρότερνταμ) και από τον Μεσαίωνα συμβάλλει στην οικονομία της περιοχής, αλλά και του Βελγίου γενικότερα. Συγκεκριμένα, από το λιμάνι αυτό απασχολούνται 150.000 άτομα, όπου συνολικά προσφέρουν προστιθέμενη αξία της τάξης των 18 δισεκατομμύρια  ευρώ. Πέρα από τους εργαζομένους του λιμανιού, σε αυτό συγκεντρώνεται μια πληθώρα εταιριών logistics, θαλάσσιου εμπορίου, αλλά και βιομηχανιών ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία της περιοχής. Όσον αφορά την κίνηση των εμπορευμάτων σε αυτό, σύμφωνα με στοιχεία του 2012, το λιμάνι χειρίζονταν 14.220 εμπορικά πλοία τα οποία μετέφεραν συνολικά 190,8 εκατομμύρια τόνους φορτίου και 57.044 φορτηγίδες (μαούνες) φερόμενες συνολικά 123,2 εκατομμύρια τόνους εμπορευμάτων. Όπως είναι φανερό , σε ένα λιμάνι σαν και αυτό πραγματοποιούνται πολυάριθμες επενδύσεις αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ με εταιρίες κολοσσούς και υπάρχει επιτακτική ανάγκη επέκτασης των εγκαταστάσεων προκειμένου να πραγματοποιούνται αποδοτικότερα και σε μεγαλύτερη κλίμακα οι εργασίες του λιμανιού. Η επικειμένη επέκταση του λιμανιού της Αμβέρσας όμως έχει προκαλέσει αρκετές αναταραχές στους κατοίκους των γύρω περιοχών και κυρίως του χωριού Doel.

Στη δυτική όχθη του ποταμού Scheldt, βορειοδυτικά της Αμβέρσας, βρίσκεται το χωριό Doel. Η ύπαρξη του οικισμού αυτού αριθμεί 400 χρόνια φιλοξενώντας τον πρώτο πέτρινο μύλο του Βελγίου και ένα σπίτι του 17ου αιώνα που άνηκε στην οικογένεια του Φλαμανδού ζωγράφου Peter Paul Rubens, αλλά και ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας. Παρόλα αυτά, χάρη στην ανάγκη για επέκταση του λιμανιού της Αμβέρσας μια κρατικά  χρηματοδοτούμενη εταιρεία σχεδιάζει την καταστροφή του χωριού αυτού για την οικοδόμηση νέων εγκαταστάσεων.

Για το λόγο αυτό, το Doel βρίσκεται εδώ και περίπου 25 χρόνια, στο επίκεντρο μίας πολιτικής διαμάχης για την επιβίωση του. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής μάλιστα, ο πληθυσμός του χωριού έχει μειωθεί δραματικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 60, όταν ξεκίνησαν οι συζητήσεις για τη δημιουργία νέων προβλητών, στο Doel κατοικούσαν 1300 άτομα. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας το 70 ξέσπασαν οι πρώτες διαμαρτυρίες από γεωργούς και κατοίκους των γύρω περιοχών λόγω της απαλλοτρίωσης κατοικιών , ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην βιομηχανία να αναπτυχθεί παραγκωνίζοντας την γεωργική παραγωγή της περιοχής.

Τα επόμενα χρόνια, οι αρχές παγίωσαν την οικοδόμηση νέων κατοικιών στην περιοχή, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του Doel να αρχίσει να μειώνεται. Το 1998/99 η κυβέρνηση αποφάσισε την ολοκληρωτική κατεδάφιση του χωριού και μέσα από πολιτικές επιδομάτων σε νεόνυμφα ζευγάρια και απειλές για την μη παραχώρηση αποζημιώσεων σε όσους αρνούνταν να εγκαταλείψουν τον οικισμό, ο αριθμός των κατοίκων έπεσε κατακόρυφα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ο πληθυσμός του Doel, σήμερα, έχει φτάσει τους 25 κατοίκους, οι οποίοι προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να αποτρέψουν την καταστροφή του τόπου τους.

Η καταδίκη του Doel υπογράφηκε όταν η τοπική Φλαμανδική κυβέρνηση ενέκρινε την οικοδόμηση δύο νέων προβλητών για την φόρτωση και την εκφόρτωση εμπορευμάτων. Η πρώτη προβλήτα (που ονομάστηκε Deurganck) βρίσκεται νότια του χωριού και ξεκίνησε να  λειτουργεί το 2005. Μετά από μία σειρά επενδύσεων ύψους 340 εκατομμυρίων ευρώ, την προβλήτα συμπληρώνει πλέον (από το 2016) μία νέα δεξαμενή ανύψωσης (η Kieldrecht Lock) που αναμένεται να αυξήσει τον όγκο των εμπορευμάτων που περνούν από το λιμάνι κατά 56% μέχρι το 2020. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο επέκτασης, η δεύτερη προβλήτα (η Saeftinghe) αναμένονταν να χτιστεί μερικά χρόνια αργότερα από την Deurganck. Η δεύτερη προβλήτα, όταν το σχέδιο υλοποιηθεί, αναμένεται να στεγαστεί βόρεια της πρώτης. Για να συμβεί αυτό ,όμως, απαιτείται πρώτα η απαλλοτρίωση του Doel ώστε να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος χώρος για την εφαρμογή του σχεδίου. Η πρώτη φάση κατασκευής της Saeftinghe εκτιμάται να κοστίσει 660 εκατομμύρια ευρώ και αναμένεται να έχει  λειτουργήσει μέχρι το 2021, έχοντας αποβάθρα μήκους 1400m και ελάχιστη χωρητικότητα 5,1 εκατομμύρια TEU (Twenty foot Equivalent Unit, μονάδα που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση χωρητικότητας κοντέινερ και τερματικών σταθμών κοντέινερ). Η εταιρεία υποστηρίζει την ανάγκη πραγματοποίησης της συγκεκριμένης επένδυσης, ώστε να επεκταθούν οι εμπορικές δραστηριότητες του λιμανιού μιας και η Deurganck, όπως υποστηρίζουν, δεν επαρκεί για την επίτευξη περαιτέρω εργασιών μιας και έχει πλέον γεμίσει.

Όλα αυτά ,όμως, έχουν θορυβήσει τους κατοίκους του Doel με αποτέλεσμα την τεράστια μείωση του πληθυσμού του, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως. Όσοι παραμένουν στη περιοχή αρνούνται κατηγορηματικά να παραχωρήσουν την περιουσία και τον τόπο τους για χάρη της βιομηχανοποίησης της περιοχής. Οι κάτοικοι, λοιπόν, του Doel υποστηρίζουν ότι δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη μίας δεύτερης νέας προβλήτας, καθώς μόνο το   της χωρητικότητας της πρώτης αξιοποιείται, αντικρούοντας τη εταιρία που δηλώνει ότι δεν υπάρχει αρκετός χώρος. Επιπλέoν, η ύπαρξη μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και το γεγονός ότι στην περιοχή παρατηρείται μια από τις μεγαλύτερες αποικίες χελιδονιών της  Ευρώπης, αποτελούν σημαντικά επιχειρήματα υπέρ της διάσωσης του οικισμού τόσο από πολιτιστική όσο και από περιβαλλοντική σκοπιά. Η ερήμωση, όμως, των κατοικιών κατέστησε την περιοχή πόλο έλξης καταπατητών με αποτέλεσμα το χωριό να δέχεται βανδαλισμούς και καταστροφές δίνοντας πάτημα στους υποστηρικτές κατεδάφισης του να δικαιολογήσουν την καταστροφή του. Προκειμένου να αποτρέψουν περαιτέρω βανδαλισμούς οι κάτοικοι του Doel δημιούργησαν την εκστρατεία Doel2020, ώστε να διασφαλίσουν την επιβίωση του χωριού, διεξάγοντας διαρκώς εκδηλώσεις στήριξης και ενημέρωσης για την κατάστασή του.

Παρά τη μεγάλη προσπάθεια των κατοίκων του, το  Doel έχει δεχτεί αρκετούς βανδαλισμούς τα τελευταία χρόνια. Η έλλειψη αστυνόμευσης συνέβαλε στην προσέλκυση πλήθους καταστροφέων, αλλά και πολλών street artists που εκμεταλλεύονται τις ελεύθερες επιφάνειες του χωριού για να «εκθέσουν» τα έργα τους. Αρχικά, η άφιξη των καλλιτεχνών είχε θετική ανταπόκριση από τους κατοίκους καθώς ήλπιζαν στην μετατροπή του Doel σε ένα ανοιχτό μουσείο. Στην προσπάθεια αυτή είχαν συμβάλει και καλλιτέχνες παγκοσμίου  φήμης, όπως οι Luc Tuymans και Michelangelo Pistoletto, ενώ ακολούθησαν και άλλοι Βέλγοι, Γάλλοι και Ολλανδοί καλλιτέχνες γεμίζοντας κάθε ελεύθερη επιφάνεια του χωριού με gratifies. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλάξει η εικόνα του, καθώς πλέον θυμίζει μια διατοπική πόλη βγαλμένη από σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Πέρα από τα πολυάριθμα gratifies, οι έρημοι δρόμοι, τα ακατοίκητα σπίτια και η κακή κατάσταση των κτηρίων προσδίδουν μια εικόνα εγκατάλειψης. Μάλιστα, σε πολλά από τα άδεια κτήρια ακόμα υπάρχουν έπιπλα ή και  προσωπικά αντικείμενα των πρώην ιδιοκτητών πεταμένα στα πατώματα και τις αυλές των κτηρίων οδηγώντας τη δημοσιογράφο Virginia Mayo να χαρακτηρίσει την εικόνα του  χωριού σαν και αυτή του Chernobyl χωρίς το ατύχημα. Εξαιτίας, λοιπόν, της κατάστασης αυτής στην οποία βρίσκεται το χωριό η Φλαμανδική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ανεξάρτητα από το αν η προβλήτα Saeftinghe οικοδομηθεί ή όχι, η κατεδάφιση του Doel είναι αναπόφευκτη, σημαίνοντας έτσι το τέλος της ύπαρξης του χωριού.

Το παράδειγμα το Doel δείχνει ότι πολλές φορές η ανάγκη  για την επίτευξη κέρδους μπορεί να έχει άσχημες συνέπειες για μια ομάδα του πληθυσμού οδηγώντας στην καταστροφή περιουσιών, οικοσυστημάτων και πολιτιστικής κληρονομίας. Βέβαια μένει να δούμε ποια θα είναι τελικά η κατάληξη της ιστορίας αυτής και αν εν τέλει η επέκταση του λιμανιού θα ωφελήσει πραγματικά την οικονομία της περιοχής και την τοπική κοινωνία.

Απάντηση