Έντονες συζητήσεις και ανησυχίες έχουν προκαλέσει στο οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι, οι πρόσφατες εξελίξεις που τείνουν να διαμορφώσουν τη «σχέση» μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των Βρυξελλών – κοινώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λόγος γίνεται προφανώς για την πρόσφατη ανακοίνωση του Βρετανού πρωθυπουργού David Cameron να προχωρήσει σε δημοψήφισμα στα τέλη του Ιουνίου, με το οποίο θα καλεί τον βρετανικό λαό να αποφασίσει για τη μελλοντική πορεία της Μεγάλης Βρετανίας στον ευρωπαϊκό χάρτη.

Ωστόσο, στο παρόν άρθρο δε θα σταθούμε στην πολιτική διάσταση της ανακοίνωσης αυτής ˙ θα εστιάσουμε περισσότερο στο οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον που πλαισιώνει την εξέλιξη αυτή και τα αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρει κάθε απόφαση στην πορεία της Μεγάλης Βρετανίας και ευρύτερα στη σχέση της με τις χώρες γύρω της.

 

Προτού προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση των δύο πλευρών αμφότερα, θα ήταν εύλογο να κάνουμε μία σύντομη ιστορική αναδρομή στη σχέση της Μεγάλης Βρετανίας με την ΕΕ.
Ήδη από το 1973, όπου η Μεγάλη Βρετανία εισήλθε στην ΕΟΚ , δεν άργησε να προκαλέσει «ταραχές» στον ευρωπαϊκό χώρο. Το 1975, λοιπόν, πραγματοποιώντας το πρώτο της δημοψήφισμα (το οποίο θα καθόριζε και τη θέση της στο χώρο αυτό),  επικράτησε με ποσοστό 67% η παραμονή της στην ΕΟΚ.
Έκτοτε, η σχέση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει υποστεί σημαντικά «χτυπήματα» , δίχως να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και ομαλότητα.
Στην πραγματικότητα , το Η.Β. δε συμμερίστηκε ποτέ τον ευρωπαϊκό θεμέλιο μύθο , ούτε το βαθύ όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μη ένταξη του στη ζώνη του Σένγκεν , η οποία κατοχυρώθηκε από την ομώνυμη συμφωνία του 1985 στο Σένγκεν του Λουξεμβούργου, εξασφαλίζοντας το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων σε όλα τα κράτη-μέλη.

Έτσι λοιπόν , αρκετά χρόνια μετά, το Η.Β. καλείται να επαναπροσδιορίσει τη θέση του ανάμεσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Εξετάζοντας λοιπόν τις διαστάσεις μιας τέτοιας απόφασης (δημοψήφισμα) , ας ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στα αποτελέσματα της κάθε όψης , και αναλύοντας το αντίστοιχο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο που θα έχει στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και μη χώρο.

 

ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ Μ.ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ

Οι υποστηρικτές αυτής της επιλογής-απόφασης διατείνονται πως μια πιθανή έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από το χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί ένα «φιλικό διαζύγιο» -αν μας επιτραπεί ο όρος- , καθώς στην ουσία οι οποιεσδήποτε εμπορικές σχέσεις και συναλλαγές θα παραμείνουν ανεπηρέαστες, παρά την απόσχιση αυτή.

Ποια είναι όμως τα πιθανά οικονομικά μοντέλα που μπορεί να ακολουθήσει η Μεγάλη Βρετανία, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της παραπάνω απόφασης, προκειμένου να διατηρήσει μια σταθερή θετική πορεία στον οικονομικό και κοινωνικό χάρτη;

  • Ελβετικό μοντέλο: βάσει του μοντέλου αυτού, η Μ. Βρετανία μπορεί να διαπραγματεύεται διάφορες εμπορικές συνθήκες, εξετάζοντας κάθε «τομέα ενδιαφέροντος» ξεχωριστά.
  • Νορβηγικό μοντέλο: βάσει αυτού του μοντέλου, η Ε.Ε. «αποχαιρετά» οριστικά τη Μ. Βρετανία, ενώ η ίδια θα αποτελεί πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ.) , αποκτώντας πρόσβαση στην ενιαία αγορά (εξαιρουμένων κάποιων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών) , αλλά απελευθερώνοντάς την από ευρωπαϊκούς κανονισμούς όπως την Κοινή Αγροτική Πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις κ.λπ.
  • Τουρκικό μοντέλο: βάσει του μοντέλου αυτού, η Μ. Βρετανία εισέρχεται σε μία τελωνειακή ένωση με την Ε.Ε. , αποκτώντας πρόσβαση στην ενιαία αγορά των βιομηχανικών προϊόντων , πλην των οικονομικών – χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
  • Εναλλακτική επιλογή για το Ηνωμένο Βασίλειο, αποτελεί η πλήρης απόσχισή του από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μη ακολουθώντας κάποιο οικονομικό μοντέλο, αλλά στηριζόμενο αποκλειστικά στη συμμετοχή του στον Π.Ο.Ε. ( Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου) .

 

 

Παρ’ όλα αυτά, οι υπέρμαχοι της επιλογής αυτής, διατείνονται ότι κανένα «μοντέλο χώρας» δεν θα αποφέρει θετικά αποτελέσματα στην πορεία της Μ. Βρετανίας ˙ υποδεικνύουν παράλληλα το παράδειγμα του Καναδά, ο οποίος υπέγραψε προσφάτως μία Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαλείφοντας εμπόδια στον εμπορικές σχέσεις , δίχως τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων.

 

Όπως και να ‘χει, το «ειδικό καθεστώς» που συμφωνήθηκε πρόσφατα μεταξύ της Μ. Βρετανίας και των Βρυξελλών , αποτελεί εφαλτήριο για την καλύτερη και ταχύτερη διαπραγμάτευση εμπορικών και μη συμφωνιών.

 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ Μ.ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΕ

Στον αντίποδα, στέκονται οι υποστηρικτές της άποψης για την παραμονή της Μεγάλης Βρετανίας στον Ευρωπαϊκό χώρο και τη διαπραγμάτευση περισσότερων συμφωνιών.
Οι «χώρες-γίγαντες» της ΕΕ όπως Γαλλία, Γερμανία και άλλες, δε θα επιτρέψουν την απομάκρυνση της Μ. Βρετανίας από το χώρο τους, καθώς αυτό επιφέρει άμεσα αποτελέσματα στην ευρύτερη διάσταση της ΕΕ.
Είναι προφανές πως η διαπραγμάτευση μίας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου μπορεί να διαρκέσει αρκετά χρόνια και το αποτέλεσμα να παραμείνει αβέβαιο και ασταθές, επηρεάζοντας τα θεμέλια ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως στην εποχή μας , η οποία χαρακτηρίζεται από οικονομική αστάθεια. Ακόμα και στην περίπτωση όπου το Ηνωμένο Βασίλειο επιλέξει να «αφήσει» την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, οι εξαγωγές του θα προσκρούσουν σε ποικίλους μορφής μέτρα δασμολογικού χαρακτήρα από τις χώρες της ΕΕ , γεγονός που θα αποσταθεροποιήσει την βρετανική οικονομία.
Το τελικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης, θα είναι ένας «εμπορικός πόλεμος» μεταξύ του Η.Β και της ΕΕ, που θα έχει αλόγιστη ζημιά τόσο στον Βρετανικό όσο και τον Ευρωπαϊκό χώρο.

 

Εισάγοντας αριθμητικά στοιχεία στα παραπάνω, έρευνα του LSE (Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου) , αναφέρει πως μία πιθανή αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, μπορεί να επιφέρει μια σημαντική μείωση στο ΑΕΠ της, της τάξης του 6.3 – 9.5 % , μέγεθος ιδιαίτερο μεγάλο όταν αναφερόμαστε σε πραγματικές οικονομίες.

 

Οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει μία τέτοια απομάκρυνση, ακόμη, σε άλλους τομείς είναι οι εξής:

  • Εργασία: επενδύσεις εταιρειών καθώς και παραρτήματα αυτών θα αποχωρήσουν από τον βρετανικό χώρο, καθώς δεν θα συμβαδίζουν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και θα αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη βιωσιμότητά και αποδοτικότητά τους.
  • Μετανάστευση: η Μ. Βρετανία θα «χάσει» μεγάλο αριθμό ανθρώπινου δυναμικού, που συνεισφέρει στην ενίσχυση του ΑΕΠ της ετησίως.
  • Εμπόριο: η ΕΕ αποτελεί τον βασικό εμπορικό «συνεργάτη» του Ηνωμένου Βασιλείου, προσφέροντας κατά προσέγγιση 400 δισεκατομμύρια βρετανικές λίρες στο ΑΕΠ της χώρας. Όπως προαναφέρθηκε, μια πιθανή υποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, θα επιφέρει επιπλέον δασμούς στις εξαγωγές της , ενώ η αποσταθεροποίηση της βρετανικής οικονομίας θα ενισχυθεί από τη συνεχόμενη ανάπτυξη των οικονομιών των ΗΠΑ και της Κίνας.
  • Φορολογία: παρά τη μικρή αρμοδιότητα που κατέχει η ΕΕ στο φορολογικό καθεστώς του κάθε κράτους-μέλους της, η διαμόρφωση κανονισμών του ΦΠΑ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα παραμονής της Μ. Βρετανίας στο χώρο της
    (Ενδεχομένως, μια πιθανή αποχώρηση να επέφερε μεγαλύτερη ευελιξία στον τομέα αυτό, αφήνοντας μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην χάραξη αντίστοιχων πολιτικών) .

 

 

Κλείνοντας, έχοντας αναλύσει τις δύο πλευρές της σχέσης μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθίσταται σαφές πως η απόφαση που καλούνται να πάρουν οι Βρετανοί πολίτες θα είναι δύσκολη, και θέτει σημαντικούς προβληματισμούς για τη μελλοντική πορεία της χώρας στον οικονομικό και κοινωνικό χώρο.

Καθώς διευρύνονται οι ανησυχίες για μία πιθανή αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, θα ήταν εύλογο να αναλογιστούμε τις επιπτώσεις και τα αποτελέσματα και των δύο πλευρών, τα οποία αδιαμφισβήτητα θα επαναπροσδιορίσουν τη σχέση των δύο αυτών «δυνάμεων» και θα συμβάλλουν στην αναδιαμόρφωση του οικονομικού και κοινωνικού προσκηνίου.

 

 

Απάντηση