Τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι έχουν δεχτεί ένα ισχυρό χτύπημα λόγω των τραγικών διαστάσεων που έχει λάβει το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων. Σαφέστερα, προϊόντα όπως το γάλα (και γενικότερα τα γαλακτοκομικά), τα αυγά, τα όσπρια και το κρέας είναι ορισμένες από τις κατηγορίες εμπορευμάτων που πλήττονται περισσότερο.

  Με τον όρο ελληνοποίηση, γίνεται αναφορά στην παράνομη εμπορική τακτική κατά την οποία εισαγόμενα προϊόντα διατίθενται στην ελληνική αγορά ως εγχώρια. Το φαινόμενο αυτό πλήττει, όπως αναφέρθηκε, το εθνικό παραγωγικό δυναμικό καθώς τα συγκεκριμένα εισαγόμενα προϊόντα έχουν ίδιες ή χαμηλότερες τιμές από ό,τι τα εγχώρια και λόγω της απόκρυψης της πραγματικής τους προέλευσης θεωρούνται από τους καταναλωτές ίδιας ποιότητας με τα εγχώρια και πολλές φορές προτιμώνται έναντι αυτών. Πέρα όμως από αυτό,οδηγούν στην όξυνση της παραοικονομίας και του «μαύρου χρήματος» στην αγορά και συντηρούνται κυκλώματα διαφθοράς λόγω του ότι εκδίδονται πλαστά και εικονικά τιμολόγια προκειμένου να μπορέσουν να κυκλοφορήσουν αυτά τα προϊόντα στην αγορά, ακυρώνουν την αναπτυξιακή προσπάθεια αποθαρρύνοντας την εγχώρια παραγωγή και καθώς τα προϊόντα αυτά είναι συνήθως υποδεέστερα και οι τιμές τους δεν έχουν μεγάλη διαφορά από τα εγχώρια, προκύπτουν θέματα εξαπάτησης των καταναλωτών.

 Για τον τρόπο με τον όποιο τα προϊόντα αυτά εισάγονται στην χώρα δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, παρά μόνο ενδείξεις που δίνουν μια εικόνα για το πώς δρουν αυτά τα κυκλώματα. Όσον αφορά την περίπτωση του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, αυτό που κατέστησε ευκολότερη την εφαρμογή των ελληνοποιήσεων είναι η κατάργηση αναγραφής της χώρας προέλευσης στα συγκεκριμένα προϊόντα καθώς και η κατάργηση κυκλοφορίας του «φρέσκου» γάλακτος και η αντικατάσταση του με γάλα υψηλής παστερίωσης. Το αγελαδινό γάλα που εισάγεται στην Ελλάδα, μεταφέρεται παγωμένο σε παγοκολόνες και στη συνέχεια αναμειγνύεται εντός της χώρας. Τα μεγαλύτερα ποσοστά του εισαγόμενου γάλακτος φημολογείται ότι προέρχονται από τη Γαλλία και σε μικρότερο βαθμό από τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Μετά την στοιχειώδη επεξεργασία που δέχεται το παγωμένο γάλα διατίθεται ως φρέσκο αγελαδινό γάλα, ενώ για τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά προϊόντα εφαρμόζονται διαφορετικές τεχνικές.

  Ένας ακόμα τρόπος εισαγωγής γάλακτος είναι η μεταφορά του σε μορφή σκόνης, η οποία στη συνέχεια αναμιγνύεται με νερό. Το γάλα αυτό χρησιμοποιείται από γαλακτοβιομηχανίες με σκοπό την παραγωγή τυριού, γιαουρτιού και επιδορπίων γιαουρτιού (ως επιδόρπιο γιαουρτιού χαρακτηρίζεται το γιαούρτι στο οποίο έχουν προστεθεί επιπλέον συστατικά εκτός από γάλα και μαγιά).Η τιμή εισαγωγής του είναι πολύ χαμηλή και κατά την είσοδο του στη χώρα χαρακτηρίζεται ως ελληνικό από τις γαλακτοβιομηχανίες που το χρησιμοποιούν, με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν να τιμολογείται ισάξια με τα υπόλοιπα παρά το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής του είναι χαμηλότερο και η ποιότητα του είναι εμφανώς υποδεέστερη.

Επιπλέον, παρόμοιες ενέργειες γίνονται και με το πρόβειο γάλα. Στην περίπτωση αυτή, μεγάλες ποσότητες εισάγονται και πάλι από τη Γαλλία και στην πορεία μεταφέρονται σε τυροκομεία που εξάγουν το προϊόν τους ως ελληνικό. Το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνοποιημένου γάλακτος κυκλοφορεί χωρίς επωνυμία σε διάφορα super markets και οι τιμές του είναι συχνά χαμηλότερες από τα υπόλοιπα. Οι τακτικές αυτές έχουν τραγικές συνέπειες για τον κλάδο καθώς μειώνουν τις τιμές παραγωγού, πολλές φορές κάτω από το κόστος, και μειώνουν την εγχώρια παραγόμενη ποσότητα καθώς αποθαρρύνει τους παραγωγούς και οδηγεί στο κλείσιμο πολλών γαλακτοβιομηχανιών.

 Πολλά είναι και τα περιστατικά ελληνοποιήσεων εισαγομένων κρεάτων. Μάλιστα, κατά το 2015 το 40% των παρατυπιών που παρατηρήθηκαν, έπειτα από ελέγχους του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, αφορούσε σε θέματα ελληνοποιήσεων και προέλευσης κυρίως βόειου, πρόβειου και χοιρινού κρέατος. Η προέλευση των ελληνοποιημένων κρεάτων ποικίλει. Συνήθως, το βοδινό κρέας εισάγεται από την Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολώνια καθώς και από χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι εισαγωγές πρόβειου κρέατος γίνονται κυρίως από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την ΠΓΔΜ και τη Νέα Ζηλανδία ενώ το χοιρινό κυρίως από χώρες της βόρειας Ευρώπης. Τα μεγαλύτερα ποσοστά παρατηρούνται κατά τις περιόδους των γιορτών (Χριστούγεννα και Πάσχα) οπότε η ζήτηση κρέατος είναι μεγαλύτερη. Το κρέας αυτό εισάγεται με τιμή χονδρικής πολύ χαμηλότερη από αυτή των εγχώριων προϊόντων και πωλούνται σε τιμές ίδιες ή λίγο χαμηλότερες από αυτά.

  Μεγάλα ποσοστά εληνοποιήσεων παρατηρούνται, επίσης, και στη πτηνοτροφία και συγκεκριμένα στα αυγά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις το 20% με 25% της παραγωγής πρόκειται για εισαγόμενα ελληνοποιημένα αυγά. Οι εισαγωγές τους γίνονται κυρίως από γειτονικές χώρες όπως τη Βουλγαρία και την Τουρκία, καθώς και από χώρες όπως την Πολώνια. Η οικονομική κρίση έχει πλήξει σε μεγάλο βαθμό τις  ελληνικές μονάδες παραγωγής αυγών. Αυτό συμβαίνει, διότι από τη μία το κόστος λειτουργίας τους είναι αυξημένο λόγω της φορολογίας, του κόστους λειτουργίας τους (ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση, συντήρηση μονάδας) και από την ανάγκη αγοράς ακριβής ζωοτροφής από το εξωτερικό (διότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει επαρκές παραγωγή δημητριακών) και από την άλλη επειδή ενώ το κόστος ανεβαίνει η τιμή των αυγών παραμένει σταθερή κάτι που ως ένα βαθμό οφείλεται στην εισαγωγή ελληνοποιημένων αυγών στη αγορά. Επομένως, η εγχώρια παραγωγή μειώνεται δραματικά και αυξάνονται οι πιέσεις προς τους παραγωγούς λόγω του ολιγοπωλιακού χαρακτήρα του κλάδου. 

  Η ύπαρξη ελληνοποιήσεων έχει παρατηρηθεί και σε προϊόντα όπως είναι τα όσπρια. Ειδικότερα, πιο συνηθισμένη είναι η περίπτωση των φασολιών. Στην περίπτωση αυτή, εισάγονται στη χώρα φασόλια από την Κίνα, την Πολώνια, το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία και διατίθενται στους Έλληνες καταναλωτές . Κατά την εισαγωγή τους, μέσα από πλαστά τιμολόγια καταγράφονται ως ελληνικά και πολλές φορές μάλιστα χαρακτηρίζονται ως ΠΓΕ ( προϊόντα Προστατευμένης Γεωγραφικής Ένδειξης) με αποτέλεσμα να πωλούνται σε υψηλές τιμές. Τα συγκεκριμένα φασόλια διοχετεύονται χύμα στην ελληνική αγορά, κατά κύριο λόγο σε καταστήματα και λαϊκές αγορές. Η πρακτική αυτή οδηγεί σε δυσφήμηση του προϊόντος, στην υποβάθμιση της υπεραξίας του, στην απώλεια εσόδων τόσο από τους εγχώριους παραγωγούς όσο και από το κράτος καθώς και στην εξαπάτηση των καταναλωτών.

Παρόμοια περιστατικά έχουν παρατηρηθεί ακόμα και σε προϊόντα όπως το μέλι που εισάγεται κατά κύριο λόγο από την Κίνα και παρουσιάζεται ως ελληνικό, στις πατάτες Αιγύπτου και στο σιτάρι από την Ουκρανία και την Ρωσία.

  Η καταπολέμηση αυτού του φαινομένου δεν είναι τόσο απλή, αρχικά, διότι όσοι επιδίδονται σε ελληνοποιήσεις εκμεταλλεύονται κατά κύριο λόγο την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και επειδή απαιτείται η εφαρμογή διαφορετικών μέτρων για κάθε περίπτωση. Ορισμένα από τα βασικά μέτρα που μπορεί να εφαρμοστούν είναι η ενίσχυση των ελέγχων στα σύνορα ώστε να εντοπίζονται οι «ύποπτες» εισαγωγές , τουλάχιστον από τις τρίτες χώρες αλλά και η αναγραφή της χώρας προέλευσης σε προϊόντα όπως το γάλα, το τυρί κτλ.

Κατά καιρούς ο Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός (ΕΛΓΟ) «Δήμητρα» έχει κάνει προσπάθειες για την αντιμετώπιση των ελληνοποιήσεων, όπως είναι η εφαρμογή «Άρτεμις» οπού βοήθησε αρκετά αλλά δεν κατάφερε να ελαττώσει σημαντικάτο πρόβλημα. Από την μεριά των καταναλωτών θα ήταν αποτελεσματική η αποφυγή κατανάλωσης προϊόντων λευκής ετικέτας (white-label products), χύμα λαχανικών και συσκευασμένων κρεάτων, προϊόντων δηλαδή που είναι ευκολότερη η εφαρμογή των τακτικών αυτών. Βέβαια μπορεί να γίνει λόγος μόνο για ελάττωση εμφάνισης του φαινομένου και όχι για την πλήρη αντιμετώπιση του.

  Η διακίνηση εισαγομένων προϊόντων στην εγχώρια αγορά ως ελληνικά είναι μια πρακτική που οι περισσότεροι γνωρίζουν την ύπαρξη της, όμως δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία, παρά μόνο ενδείξεις, για το σύνολο των ελληνοποιημένων προϊόντων στην αγορά αλλά και για το πόσο ζημιώνονται το κράτος και οι εγχώριοι παραγωγοί από τέτοιες ενέργειες με αποτέλεσμα η αντιμετώπιση του να καθίσταται εξωφρενικά δύσκολη και χρονοβόρα.

Λεωνίδας Δημητριάδης

Φοιτητής οικονομικών επιστημών Α.Π.Θ.

Απάντηση