Θοδωρής Γκολέμης, Φοιτητής Νομικής ΑΠΘ

 

Την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου του 2022 η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, ταράζοντας τις παγκόσμιες ισορροπίες και αλλάζοντας για πάντα τον κόσμο. Η πολεμική αυτή σύγκρουση, πέρα από τις ανθρωπιστικές και γεωπολιτικές της διαστάσεις, έχει επίσης έναν τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο, ο οποίος επηρεάζει όχι μόνο τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή την Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά ευρύτερα την παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της. Το γεγονός ότι η Ρωσία αποτελεί έναν ενεργειακό γίγαντα ενώ η Ουκρανία είναι από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αγροδιατροφικών προϊόντων στον κόσμο μόνο επιδεινώνει τη κατάσταση και δημιουργεί αλληλουχία δυσεπίλυτων προβλημάτων.

Πως επηρέασε ο πόλεμος την Ουκρανική οικονομία;

Η Ουκρανία ήταν ανέκαθεν μια από τις πιο φτωχές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως αφού απέκτησε την ανεξαρτησία της , το 1991, η οικονομία της αναπτύχθηκε σημαντικά. Τη πρόοδο αυτή ήρθε να ανακόψει ο πόλεμος, ο οποίος έχει συγκλονίσει συθέμελα το Ουκρανικό κράτος. Χαρακτηριστικό είναι πως μόνο τον πρώτο χρόνο του πολέμου η χώρα έχασε το 30-35% του ΑΕΠ. της. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ύφεση στην σύντομη ιστορία της.

Πηγή: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)

Αυτόθρωη συνέπεια του πολέμου είναι ,φυσικά, η φτώχεια και η καταστροφή της παραγωγικής ικανότητας. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό του άπορου πληθυσμού αυξήθηκε από 5,5% σε 24,2% το 2022, συμφώνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Με λίγα λόγια, η εισβολή αυτή φτωχοποίησε πάνω από 7 εκατομμύρια Ουκρανούς. Παράλληλα, σταμάτησε η παραγωγή. Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα αυτή χαρακτηριζόταν ως “ο σιτοβολώνας της Ευρώπης”.

Πριν τον πόλεμο, το 55% της χερσαίας γης της Ουκρανίας χρησιμοποιούταν για καλλιέργεια ενώ οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αντιστοιχούσαν στο 45% (22,2 δισεκατομμύρια δολάρια) των εξαγωγών. Πλέον, σε συνδυασμό και με τον ρωσικό αποκλεισμό των ουκρανικών λιμανιών οι αριθμοί αυτοί έχουν μειωθεί αισθητά. Τέλος, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και η μετανάστευση καθώς υπολογίζεται πως το 15% των Ουκρανών έχουν εγκαταλείψει ως πρόσφυγες πολέμου τη χώρα τους, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στην γεωργική παραγωγή. Υπολογίζεται πως μόνο τους πρώτους 3 μήνες περίπου 6 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ουκρανία.

 

Οι επιπτώσεις της σύγκρουσης στη ρωσική οικονομία.

Αμέσως μετά την εισβολή ο Δυτικός κόσμος επέβαλε πρωτοφανείς κυρώσεις στην Ρωσία, ελπίζοντας πως με αυτό τον τροπο θα πλήξει την οικονομία της και θα την αναγκάσει να διαπραγματευτεί. Η πρόβλεψη αυτή έμοιαζε δικαιολογημένη καθώς το 40% των ρωσικών εξαγωγών κατέληγε σε ευρωπαϊκές χώρες ενώ συνολικά η Ρωσία εξήγαγε περίπου το 11% του ΑΕΠ της σε χώρες της Ε.Ε. Παρόλα αυτά η ρωσική επιθετικότητα δεν φαίνεται να ανακόπτεται.

Όμως τα στοιχεία είναι αμείλικτα. Πιο αναλυτικά, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ρωσικής οικονομίας έπεσε από 4,3% κάτω από 2%, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ΑΕΠ πάνω από 7%. Εξίσου σημαντικό είναι το δημοσιονομικό έλλειμα στο οποίο έχει βρεθεί η Ρωσία το οποίο άγγιξε τα 2.400 δισεκατομμύρια ρούβλια μόνο το πρώτο τέταρτο του 2023.

Άλλη είναι όμως η πιο σημαντική συνέπεια και αυτή είναι το πολύ μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού που διατίθεται πλέον για τις πολεμικές δαπάνες. Πράγματι, η Ρωσία πλέον ξοδεύει το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της στον στρατό και την εσωτερική ασφάλεια. Μάλιστα, σύμφωνα με τον δημόσιο προϋπολογισμό του Ρωσικού κράτους οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 50% το 2024. Προϋπόθεση, βέβαια, αυτής της αύξησης είναι οι περικοπές κατά 9% στην υγεία, κατά 2% στην εκπαίδευση, κατά 24% στις υποδομές και κατά 19% στις βιομηχανικές επενδύσεις.

 

Η ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε.

Η ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. από τη Ρωσία ήταν για πολλά χρόνια δεδομένη. Αναλυτικότερα, το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές φυσικού αερίου από την ΕΕ μεταξύ 2010 και 2020 αυξήθηκε από 30,6 % σε 38,2 %. Κατά την ίδια περίοδο, η Νορβηγία παρέμεινε ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ, με το μερίδιό της να μειώνεται όμως από 19,3 % το 2010 σε 18,5 % το 2020.  Η Ρωσία ήταν επίσης ο κύριος προμηθευτής των εισαγωγών αργού πετρελαίου της ΕΕ. Το μερίδιό της διαμορφώθηκε στο 34,7 % το 2010 όμως ως το 2020 μειώθηκε στο 25,7%.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως το 2021 σε 4 κράτη μέλη (Βουλγαρία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Φινλανδία) περισσότερο από το 75 % των εισαγωγών τους σε πετρελαιοειδή προέρχονταν από τη Ρωσία. Αντίστοιχα, δέκα κράτη μέλη (Βουλγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Λετονία, Ουγγαρία, Αυστρία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία) εισήγαγαν πάνω από το 75 % των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται κυρίως για χώρες που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τη Ρωσία.

Οι περισσότερες από τις χώρες με μερίδιο κάτω του 25 % των εισαγωγών από τη Ρωσία και στα δύο προϊόντα βρίσκονται γεωγραφικά πιο μακριά από τη Ρωσία. Γίνεται, λοιπόν, εύκολα σαφές πως καθώς η Ρωσία χρησιμοποιεί τους ενεργειακούς πόρους ως μέρος της εξωτερικής της πολιτικής, οι ευρωπαϊκές οικονομίες ένιωσαν για τα καλά τις συνέπειες αυτού του πολέμου, όταν σταμάτησαν να προμηθεύονται ρωσικούς φυσικούς πόρους.

Έτσι, οι ευρωπαϊκές χώρες ήλθαν αντιμέτωπες με σοβαρά προβλήματα. Πιο ειδικά, η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε σημαντικά καθώς η Ρωσία αντιπροσωπεύει το 14% της συνολικής παγκόσμιας προσφοράς, όντας ένας από τους τρεις κορυφαίους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο. Το ίδιο συνέβη και στη τιμή του φυσικού αερίου αφού και σε αυτό τον τομέα η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός μετά τις ΗΠΑ, και έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεν προκαλεί έκπληξη η αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος καλπάζει ενώ οι υψηλότερες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, πλήττουν τα νοικοκυριά της Ε.Ε., κυρίως βέβαια τα φτωχότερα. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η Ρωσία και η Ουκρανία αποτελούν προμηθευτές ενέργειας και γεωργικών προϊόντων, η τιμή πολλών βασικών προϊόντων ανεβαίνει ενώ σύμφωνα με προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας οι τιμές δεν πρόκειται να μειωθούν στο εγγύς μέλλον.

Εν κατακλείδι, γίνεται εύκολα κατανοητό πως σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία κάθε γεγονός προκαλεί αλλεπάλληλες δονήσεις οι οποίες γίνονται αισθητές σε ευρύ φάσμα υποκειμένων είτε μιλάμε για κράτη είτε για λαούς. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί είχαν λησμονήσει το φαινόμενο του πολέμου, πιστεύοντας ότι δεν θα ξανασυμβεί, πως είναι κάτι μακριά από αυτούς και πως δεν τους επηρεάζει άμεσα. Ευχής έργον θα ήταν, λοιπόν, η σύγκρουση αυτή ακριβώς δίπλα από τα σύνορα της Ε.Ε. να αφυπνίσει και να ενεργοποιήσει την ηγεσία της ώστε να επιδιωχθεί όσον το δυνατό μεγαλύτερος βαθμός οικονομικής και ενεργειακής αυτονομίας για να μην επηρεάζεται ο Ευρωπαίος πολίτης από εξωτερικά απρόβλεπτα συμβάντα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

  1. Καθημερινή. (10.03.2022). “ Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.”
  2. Ταμπουνιτζέ Αθανασία, Μαρακάκη Ευδοκίας. (2023). “Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου της Ουκρανίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  3. Michelle Kilfoyle. (24/10/2023). Ukraine: what’s the global economic impact of Russia’s invasion?. Economics Observatory
  4. CNN Greece. (5/3/2022). Τεράστιες οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία προειδοποιεί το ΔΝΤ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.