Δημήτριος Ντίνας, Μεταπτυχιακός Φοιτητής Α.Π.Θ.
Στα οικονομικά της ανάπτυξης έχει διεξαχθεί μια μεγάλη συζήτηση για τη διαφοροποίηση των ορισμών της οικονομικής ανάπτυξης και της οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και για το συσχετισμό των δύο αυτών εννοιών. Η αλήθεια είναι ότι τα όρια είναι δυσδιάκριτα και πολλές φορές γίνονται παρανοήσεις για τη διαφοροποίηση των δύο ορισμών. Έτσι, για να ξεκινήσουμε με μια απλή διαφοροποίηση των δύο όρων θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτά αποτελούν δύο ομόκεντρους κύκλους, με τον εσωτερικό κύκλο να είναι η οικονομική μεγέθυνση, όπου ορίζεται ως η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας χώρας, ή αλλιώς του ΑΕΠ προς τον πληθυσμό της χώρας. Ενώ από την άλλη, ο εξωτερικός κύκλος είναι η οικονομική ανάπτυξη, που περιέχει επιπλέον συστατικά στοιχεία, πέραν της οικονομικής μεγέθυνσης, όπως η συμμετοχικότητα, ο διαμοιρασμός και η προέλευση της μεγέθυνσης.
Για να καταστήσουν ακόμη πιο ευδιάκριτη τη διαφοροποίηση της οικονομικής μεγέθυνσης από την οικονομική ανάπτυξη οι Gillis, Perkins, Roemer και Snodgrass εξηγούν με παράδειγμα τι συνέβη στην Λιβύη. Συγκεκριμένα, εξαιτίας της ανακάλυψης πετρελαίου, όπου ουσιαστικά οι ξένες εταιρίες εκμεταλλεύονται την παραγωγή με τη δική τους τεχνογνωσία, χωρίς να προσφέρουν κάτι αξιοσημείωτο για την τοπική κοινωνία και οικονομία, καθώς δεν προσφέρεται ούτε τεχνογνωσία, άλλα ούτε και άλλα οφέλη στην τοπική κοινωνία.
Επίσης, σημαντικό είναι να εξηγηθεί ότι ο πολυχρησιμοποιημένος όρος οικονομική ύφεση αναφέρεται επί της ουσίας στην αρνητική οικονομική μεγέθυνση. Ακόμη, ο Simon Kuznets εισήγαγε την έννοια της σύγχρονης οικονομικής μεγέθυνσης, όπου τη διαχωρίζει από την οικονομική μεγέθυνση πρώιμων κοινωνικό-οικονομικών συστημάτων. Παρ’ όλα αυτά, αυτή δεν έχει εξηγηθεί πλήρως, καθώς η περίοδος που αναφέρεται είναι η περίοδος που χτίζεται και αναλύεται η εμπειρία γύρω από αυτή.
Στη συνέχεια, μέσα στην οικονομική δραστηριότητα υπάρχουν περίοδοι στις οποίες η οικονομική μεγέθυνση είναι αρνητική και αυτό δημιουργεί διάφορες επιπτώσεις, όπως η υπέρμετρη αύξηση της ανεργίας. Αυτή όμως, υπάρχει ακόμη και σε περιόδους που η οικονομική δραστηριότητα δεν διαταράσσεται. Αυτό που ουσιαστικά ανέγνωσε ο Stiglitz, ως μια από τις βασικές προβληματικές της αγοράς, ιδιαίτερα αυτή σε περιόδους που η ανεργία είναι υψηλή και παρουσιάζει δύο προσεγγίσεις που υπάρχουν γι’ αυτή γύρω από την αγορά. Η πρώτη τη θέλει ως την απόδειξη της αποτυχίας της και η δεύτερη ως απόδειξη ότι η αγορά δεν λειτουργεί ορθά.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό, ότι το ζήτημα της ανεργίας είναι ένα διαρθρωτικό πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά παράλληλα και από τα σημαντικότερα προβλήματα της ανάπτυξης. Επίσης, η προσέγγιση του ζητήματος της ανεργίας είναι πολύπλευρη και είναι αναγκαίο πάντα να εξετάζεται, τόσο από τις διάφορες οικονομικές σχολές που έχουν αναπτυχθεί, όσο και από τις διαφορετικές εκφάνσεις της οικονομικής επιστήμης. Όπως είναι για παράδειγμα, η πολιτική οικονομία, τα οικονομικά της ανάπτυξης, η μικροοικονομία και η μακροοικονομία. Οι δύο τελευταίες αναλύσεις δεν μελετούν απευθείας το ζήτημα της ανεργίας, αλλά αναλύοντας την αγορά εργασίας καταλήγουν σε συμπεράσματα για τους εργαζόμενους και τους ανέργους.
Αρχικά, καθίσταται αναγκαία η αναφορά, ως τι θεωρείται ανεργία με βάση την ανάλυση των Case, Fair και Oster, όπου αναφέρουν ότι ως ανεργία θεωρείται η θέληση κάποιου ενήλικα να εργαστεί και δεν βρίσκει, ενώ αν κάποιος δεν επιθυμεί να εργαστεί, τότε αυτός δεν υπολογίζεται ως άνεργος. Ακόμη, η μέτρηση του ποσοστού της ανεργίας γίνεται με βάση τον τύπο: ποσοστό ανεργίας= άνεργοι/ (απασχολούμενοι + άνεργοι). Επίσης, η ανεργία ως φαινόμενο, αναλύεται από τα οικονομικά της εργασίας καθώς στα πλαίσια καπιταλιστικής οικονομίας έχει δειχθεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει μηδενική ανεργία και έχουν διακριθεί τρία βασικά είδη ανεργίας: α) η ανεργία τριβής, β) η δομική ανεργία και γ) το φυσικό ποσοστό ανεργίας.
Με βάση τα όσα αναφέρουν οι Case, Fair και Oster η ανεργία τριβής θεωρείται ως ένας όρος που χρησιμοποιείται, κυρίως, για βραχυχρόνιες περιόδους και κυρίως έχει να κάνει με τον εκσυγχρονισμό των δεξιοτήτων των εργαζόμενων. Ως δομική ανεργία, θεωρείται η ανεργία, που προκύπτει από τις μεταβολές δομικού χαρακτήρα στην οικονομία και αναφέρεται σε μακροχρόνιες περιόδους. Το φυσικό ποσοστό ανεργίας θεωρείται ως μια πιο αφηρημένη έννοια από τις δύο παραπάνω, αλλά κυρίως αναφέρεται για την ανεργία που υπάρχει όταν η οικονομία βρίσκεται σε πλήρη παραγωγή.
Το φυσικό ποσοστό ανεργίας, αναφέρεται από οικονομολόγους και ως το ποσοστό ανεργίας μη επιταχυνόμενου πληθωρισμού, γνωστό και ως NAIRU, και αναφέρεται σε εκείνο το ποσοστό ανεργίας, που δεν δέχεται πιέσεις από την οποιαδήποτε μεταβολή στον πληθωρισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο ,πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το ποσοστό ανεργίας μπορεί να εργαλειοποιηθεί για τη νομισματική πολιτική.
Στη συνέχεια, η ανεργία έχει αναλυθεί ως δομικό φαινόμενο από την πολιτική οικονομία με βάση κυρίως, να δίνεται σε αυτό το φαινόμενο από τον Ρικάρντο και τον Μαρξ. Ο πρώτος ανέλυσε την ανεργία ως ένα φαινόμενο κυρίως με βάση την τεχνολογική εξέλιξη, καθώς αυτή φέρει αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά δεν σημαίνει και αύξηση της ζήτησης, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να τίθενται εκτός εργασίας, λόγω της αυτοματοποίησης της παραγωγής, Ο Μαρξ, από την άλλη, αναλύει την ανεργία ως ένα εγγενές φαινόμενο του καπιταλισμού, που προκύπτει από τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης του συστήματος και είναι επιθυμητός, αν όχι προκλητός, από τους καπιταλιστές, διότι έτσι δημιουργείται ο εφεδρικός στρατός ανέργων. Έτσι, ως μοναδική λύση θεωρεί την ανατροπή του καπιταλισμού.
Προχωρώντας, από μακροοικονομική σκοπιά, το φαινόμενο της ανεργίας αναλύεται ως η διαφορά του εργατικού δυναμικού από τους εργαζόμενους στην τιμή ισορροπίας της ζήτησης και προσφοράς εργασίας. Ουσιαστικά, εντάσσεται στα πλαίσια ανάλυσης της αγοράς εργασίας. Έτσι, λοιπόν, στην αγορά εργασίας με βάση το κλασσικό υπόδειγμα, η αγορά εργασίας έχει ως βασική προϋπόθεση ότι ο πραγματικός μισθός W είναι πλήρως ευέλικτος και αυτή αναλύεται από δύο οπτικές, που οδηγούν και στην ισορροπία. Η πρώτη οπτική είναι από τις επιχειρήσεις, όπου επιδιώκουν βραχυχρόνια την μεγιστοποίηση των κερδών τους, λαμβάνοντας υπόψιν τον περιορισμό της συνάρτησης παραγωγής, Y=F(L,K), με το L να είναι το εργατικό δυναμικό που απασχολούν οι επιχειρήσεις και το Κ να είναι το κεφάλαιο στις επιχειρήσεις, το οποίο είναι σταθερό σε βραχυχρόνια διαστήματα λόγω της έλλειψης τεχνολογικών καινοτομιών. Από την άλλη, τα νοικοκυριά διατίθενται να προσφέρουν εργασία συναρτήσει του πραγματικού μισθού, ουσιαστικά η προσφορά εργασίας των νοικοκυριών είναι μια αύξουσα συνάρτηση του πραγματικού μισθού.
Ακόμη, ο Keynes απορρίπτει την παραπάνω άποψη και θεωρεί ότι η απασχόληση δεν είναι αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης στην αγορά εργασίας, αλλά εξαρτάται από τις προσδοκίες που έχουν αναπτύξει οι επιχειρήσεις για την πλήρη διάθεση των προϊόντων τους. Δηλαδή, θεωρεί ότι οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν τόσο εργατικό δυναμικό, όσο θεωρούν ότι είναι απαραίτητο για την παραγωγή των προϊόντων τους που θα καταναλωθούν πλήρως. Ουσιαστικά δηλαδή, αναλύει ότι η απασχόληση και συνακόλουθα η ανεργία εξαρτώνται από τις προσδοκίες των επιχειρήσεων για τη διάθεση της παραγωγής τους.
Στη συνέχεια, ο Phillips μελέτησε τη σχέση του πληθωρισμού και της ανεργίας και εκτίμησε ότι λόγω της ακαμψίας των ονομαστικών μισθών στη βραχυχρόνια περίοδο δημιούργησε μια «ανταλλακτική βραχυπρόθεσμη σχέση μεταξύ του πληθωρισμού και της ανεργίας» [Σιδηρόπουλος, Μ. (2011) Μακροοικονομική Ανάλυση Εκδόσεις Ζυγός] και την αποτύπωσε με την επονομαζόμενη καμπύλη Philips. Αυτή η σχέση όμως, δεν ισχύει μακροπρόθεσμα, καθώς είναι εκτεθειμένη στις προσδοκίες που αναπτύσσονται για την μεταβολή του πληθωρισμού. Έτσι, η καμπύλη Phillips μακροχρόνια γίνεται κάθετη γραμμή.
Μετά την μακροοικονομική μελέτη του φαινομένου της ανεργίας, κρίνεται ότι το ζήτημα της ανεργίας πρέπει να ερευνηθεί και από την πλευρά της μικροοικονομίας, καθώς αυτή τοποθετεί την μελέτη της ανεργίας από τη σκοπιά και πάλι μέσω της αγοράς εργασίας. Από την άλλη όμως, αυτή χρησιμοποιεί ως εργαλείο ανάλυσης τον πραγματικό μισθό w, με βάση τον οποίο θα πρέπει ένα άτομο να επιλέξει αν θα εργαστεί η όχι. Στη συνέχεια, στην μικροοικονομική προσέγγιση, ένας εργαζόμενος εφόσον επιλέξει να εργαστεί τότε θα προσαρμόσει τις ώρες εργασίας του με βάση το ύψος του ωρομίσθιου.
Ένα άτομο επιλέγει να εργαστεί προσπαθώντας σε κάθε περίσταση να μεγιστοποιεί τη χρησιμότητα του με βάση τον πραγματικό μισθό w. Ουσιαστικά, αυτή είναι η αρχή της αριστοποίησης στην αγορά εργασίας και έτσι όταν αυξάνεται ο πραγματικός μισθός τότε ένα άτομο, που επιδιώκει την μεγιστοποίηση της χρησιμότητας του, αυξάνει και τις ώρες εργασίας. Δηλαδή, εφόσον αυξάνεται ο πραγματικός μισθός ολοένα και περισσότεροι θα επιλέγουν να εργαστούν, ενώ στην αντίθετη περίπτωση όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι θα επιλέγουν την ανεργία.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, πλέον, γίνεται κατανοητό ότι η ανεργία είναι ένα ζήτημα που απαιτεί την μελέτη και τη συνεχή προσέγγιση του με βάση τις διαφορετικές προσεγγίσεις της οικονομικής επιστήμης, ώστε αυτή να μην είναι ένα αποτέλεσμα επιβολής στους εργαζόμενους, αλλά να έχει να κάνει με την εκ νέου κατάρτιση των ανέργων με βάση τις νέες δεξιότητες, που απαιτεί η αγορά εργασίας. Διότι, σε διαφορετική περίπτωση η οικονομική μεγέθυνση θα διαταραχθεί και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη αρνητικών επιδράσεων στην οικονομική ανάπτυξη.
Βιβλιογραφία
- Stiglitz, J. Οικονομική του Δημοσίου Τομέα
- Nicholson, W. (2008) Mικροοικονομική θεωρία: Βασικές αρχές και προεκτάσεις-Νέα αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις Κριτική
- Σιδηρόπουλος, Μ. (2011) Μακροοικονομική Ανάλυση: Θεωρία, Ασκήσεις, Εφαρμογές. Εκδόσεις Ζυγός.
- Τσουλφίδης, Λ. (2011) Ιστορία Οικονομικής Θεωρίας και Πολιτικής, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας
- Gillis, M., Perkins, D.H., Roemer, M., Snodgrass, D.R. (2000) Οικονομική της Ανάπτυξης Α’. Εκδόσεις τυπωθήτω
- Case, K., Fair, R., Oster, S. (2009) Αρχές Οικονομικής Θεωρίας 9η Έκδοση. Εκδόσεις Τζιόλα