Μεκερίδης Δημήτριος, φοιτητής οικονομικών επιστημών Α.Π.Θ.

Στις 20 Ιανουαρίου του 1981, ορκίζεται 40ος Πρόεδρος των Η.Π.Α ο Ronald Reagan, πετυχημένος κυβερνήτης της Florida και διάσημος ηθοποιός του Hollywood. Μία φράση από την ομιλία που παρέθεσε κατά την πρώτη ορκωμοσία του, θα δώσει το στίγμα της οικονομικής και όχι μόνο πολιτικής που θα ακολουθήσει: “In this present crisis, government is not the solution to our problem; government is the problem.

Στιγμιότυπο από την ορκωμοσία του Ronald Reagan to 1981

Οι Η.Π.Α την περίοδο όπου αναλάμβανε τα ηνία της χώρας ο Ronald Reagan,μαστίζονταν από μεγάλα επίπεδα ανεργίας (10,8%) και υψηλά επίπεδα πληθωρισμού (13,5%). Επίσης τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων είχαν σκαρφαλώσει  στο 21,5%, το πραγματικό ενδιάμεσο οικογενειακό εισόδημα είχε μειωθεί την περίοδο 1978-1982 κατά 10% και το ποσοστό της φτώχειας είχε αγγίξει το 15,2%.

Βάσει των παραπάνω και του γεγονότος ότι το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού (υψηλά επίπεδα ανεργίας και πληθωρισμού) έκανε για πρώτη την εμφάνισή του, η οικονομική πολιτική του Reagan βασίστηκε σε 4 πυλώνες:

  • Μείωση του ρυθμού αύξησης των δημοσίων δαπανών
  • Μείωση του φόρου εισοδήματος και του φορολογικού συντελεστή στα κέρδη των επιχειρήσεων
  • Εξάλειψη των εμποδίων κυρίως στις αγορές στις οποίες έχουν άμεση εμπλοκή οι επιχειρήσεις
  • Εφαρμογή «σφιχτής» νομισματικής πολιτικής

Η οικονομική ατζέντα του Reagan ήταν άμεσα επηρεασμένη από την οικονομική σχολή σκέψης του Chicago και γενικότερα από οικονομολόγους που στήριζαν τα supply-side economics. Μόνο τυχαίο δεν ήταν ότι ο Milton Friedman, ένας από τους κύριους υποστηρικτές του προγράμματος του Reagan και θιασώτης της ελεύθερης (απορυθμισμένης) οικονομίας και ο William Niskanen, ο αρχιτέκτονας του προγράμματος του Reagan, με μεγάλη συνεισφορά στη Δημόσια Οικονομική, είναι δύο από τους κύριους εκπροσώπους της Σχολής του Σικάγο ή των Μονεταριστών οικονομολόγων.

 

Κρατικές δαπάνες-ελλείμματα προϋπολογισμού

Το σύνολο των ομοσπονδιακών δαπανών το 1986, στο τέλος της πρώτης θητείας του Reagan έφτασαν στα 990 δις δολάρια, αυξημένες κατά 68% σε σχέση με την τελευταία χρονιά της κυβέρνησης Jimmy Carter, η οποία ξόδεψε 591 δις δολάρια. Επίσης οι ομοσπονδιακές δαπάνες το 1980 αντιστοιχούσαν στο 21,6% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ενώ το 1988 αντιστοιχούσαν στο 24,3%. Είτε εξετάζοντας τα παραπάνω νούμερα σε απόλυτους αριθμούς είτε σε ποσοστά, η κυβέρνηση Reagan δε κατάφερε να περιορίσει τις κρατικές δαπάνες.

Η μεγαλύτερη αποτυχία του Ronald Reagan, αποτέλεσε η δημιουργία μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων που είχε ως συνέπεια τη διόγκωση του δημοσίου χρέους. Μία από τις υποσχέσεις που είχε δώσει προεκλογικά, ήταν η μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού μέσω δραστικών μειώσεων στις ομοσπονδιακές δαπάνες. Για να συλλάβουμε το μέγεθος της αποτυχίας, αρκεί να αναφέρουμε ότι τα ελλείμματα επί προεδρίας Carter κυμαίνονταν μεταξύ των 40-50 δις δολαρίων και στο τέλος έφτασαν στα 74 δις δολάρια, πολύ μικρότερα σε σύγκριση με το έλλειμμα επί προεδρίας Reagan το 1984 το οποίο διαμορφώθηκε στα 200 δις δολάρια. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι το ποσοστό του ελλείμματος του 1984 ως προς το ακαθάριστο εθνικό προϊόν ήταν τα μεγαλύτερα στην Αμερικανική ιστορία, εάν εξαιρέσουμε την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου οι περιστάσεις ήταν ειδικές.

Οι λόγοι που το οικονομικό επιτελείο του Reagan δε κατάφερε να περιορίσει τα μεγάλα ελλείματα ήταν η διατήρηση των κοινωνικών προγραμμάτων όπως το Medicare και η αύξηση των αμυντικών δαπανών. Οι μεταβιβαστικές πληρωμές αποτελούσαν ένα πολύ μεγάλο μέρος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Δραστικές αλλαγές στα κοινωνικά προγράμματα δεν πραγματοποιήθηκαν κυρίως για πολιτικούς λόγους, διότι η συσταλτική νομισματική πολιτική της FED που είχε ως στόχο τη ταχεία μείωση του πληθωρισμού είχε μεγάλες κοινωνικές συνέπειες καθώς στα πρώτα χρόνια τα ποσοστά της ανεργίας και της φτώχειας κάλπαζαν. Επιπλέον, περικοπές στα προνιακά  προγράμματα δε θα εγκρίνονταν από τη Γερουσία. Από την άλλη μεριά, οι αμυντικές δαπάνες εκτοξεύτηκαν, καθώς την περίοδο εκείνη ο Ψυχρός Πόλεμος έφτασε στο αποκορύφωμα του και η «εξοπλιστική» κούρσα μεταξύ της Ε.Σ.Σ.Δ και των Η.Π.Α είχε ενταθεί. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω στα χρόνια της διακυβέρνησης του Reagan οι ομοσπονδιακές δαπάνες κατευθύνθηκαν κυρίως προς την εθνική άμυνα, τις μεταβιβαστικές πληρωμές και στην αποπληρωμή τόκων που αφορούσαν το δημόσιο χρέος.

Τα συσσωρευμένα ελλείμματα είχαν ως συνέπεια τη διόγκωση του δημοσίου χρέους των Η.Π.Α. Οι Ρεπουμπλικάνοι οι οποίοι ήταν υπέρμαχοι των μικρών δημοσιονομικών ελλειμμάτων συμβιβάστηκαν και ψήφισαν τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, καθώς είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του Προέδρου των Η.Π.Α. Ο εκτροχιασμός του δημοσίου χρέους ήταν ένα πρωτοφανές γεγονός καθώς η Γερουσία ψήφισε υπέρ της αύξησης του πιστωτικού ορίου για το δημόσιο χρέος και ανέστειλε τη εφαρμογή του νόμου Gramm-Rudman ο οποίος είχε δημιουργηθεί προκειμένου να τιθασέψει τα ελλείμματα μέσα σε λίγα χρόνια. Η μεγάλη αλλαγή που επέφερε αυτή η υπερδιόγκωση του δημοσίου χρέους, από 997 δις σε 2.85 τρις δολάρια, ήταν ότι οι Η.Π.Α μετατράπηκαν από τον μεγαλύτερο πιστωτή διεθνώς σε δανειζόμενο.

O Ronald Reagan σε διάγγελμα του αναλύει την οικονομική πολιτική του

 Φορολογική μεταρρύθμιση

H καμπύλη Laffer

Τα σχέδια του Reagan για μείωση της φορολογίας στα φυσικά πρόσωπα και στα εταιρικά κέρδη, βασίστηκαν στην ύπαρξη της καμπύλης Laffer. Η καμπύλη Laffer πολύ απλά δείχνει ότι η μείωση του φορολογικού συντελεστή μέχρις ενός σημείου αυξάνει τα κρατικά έσοδα. Επιπλέον η μείωση των φορολογικών βαρών αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα των φορολογουμένων και ενθαρρύνει τους επιχειρηματίες να επεκτείνουν τις εταιρίες τους κάνοντας νέες επενδύσεις.

Ο Ronald Reagan αποχωρώντας από το Οβάλ Γραφείο το 1988, ο φόρος εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα έφτασε στο 28% για εισοδήματα από 18.550$ και άνω. Ο εταιρικός φόρος μειώθηκε από το 48% στο 34% και υπήρξε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση στις νέες επενδύσεις. Οι υποστηρικτές των παραπάνω πολιτικών, απέδωσαν την οικονομική «έκρηξη» μετά το 1983.

Βέβαια υπήρξαν πολλοί οι οποίοι αμφισβήτησαν την παραπάνω φορολογική μεταρρύθμιση. Κατ’ αρχάς, τα φορολογικά έσοδα παρουσίασαν το 1986 αύξηση κατά 40% σε σχέση με αυτά του 1980. Αυτό εξηγείτε διότι τα φορολογικά έσοδα ανέρχονταν το 1886 στο 18,3% από 18,9% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, δηλαδή οι φόροι στην ουσία δε μειώθηκαν δραματικά. Επιπλέον, ο Reagan και το επιτελείο του κατηγορήθηκαν ότι με τα νομοσχέδια του 1981 και κυρίως του 1986 έκανε το φορολογικό σύστημα πιο πολύπλοκο και μέσω κρυφών διατάξεων αυξάνονταν κάποιοι φόροι. Σύμφωνα με μια έρευνα του National Bureau of Economic Research πάνω από το 40% των φορολογουμένων είδαν αύξηση στους φόρο που έπρεπε να καταλάβουν για κάθε επιπλέον δολάριο που κερδίζανε.

Η μεγαλύτερη κριτική που ασκήθηκε ήταν ότι ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής που καθιερώθηκε ήταν κοινωνικά άδικος καθώς ένας μισθωτός με εισόδημα 30.000$ και ένας ανώτερο στέλεχος επιχείρησης με εισόδημα 200.000$, φορολογούνταν με τον ίδιο φορολογικό συντελεστή και επίσης ότι αυξήθηκαν οι φόροι που αφορούσαν την κοινωνική ασφάλιση.

Απορρύθμιση αγορών

Η απορρύθμιση των αγορών( χρήματος, εργασίας, τίτλων, προϊόντος) ήταν ένα θέμα το οποίο ήταν ήσσονος σημασίας και αρκετά χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης Reagan, παρότι οι οικονομικοί σύμβουλοι του προέρχονταν από μια σχολή οικονομικής σκέψης η οποία υποστήριζε σθεναρά ότι οι οικονομικές πολιτικές laissez-faire (άκρατου φιλελευθερισμού) ήταν προτιμότερες από αυτές του κρατικού παρεμβατισμού.

Πρωτεργάτης της ιδέας της απορρύθμισης  ήταν ο οικονομολόγος και εξέχουσα μορφή της Σχολής του Σικάγο George Stigler. Στο βιβλίο του Economic Theory of Regulation υποστήριξε ότι ομάδες συμφερόντων και άλλοι πολιτικοί παράγοντες θα χρησιμοποιήσουνε τις ρυθμιστικές και τις εξαναγκαστικές κυβερνητικές ρυθμίσεις προκειμένου να σχηματίσουν νόμους και ρυθμίσεις οι οποίες ευνοούν μόνο αυτούς.

Ο Ronald Reagan πήρε τη σκυτάλη από τον Jimmy Carter στην εφαρμογή νομοθεσιών οι οποίες ήραν τους διοικητικούς περιορισμούς στις αγορές και ενίσχυαν των ανταγωνισμό. Πιο συγκεκριμένα υπήρξε άρση της κρατικής παρέμβασης στους τομείς: της καλωδιακής τηλεόρασης, των υπεραστικών τηλεφωνικών υπηρεσιών, των διαπολιτειακών μεταφορών με λεωφορεία και μέσω θαλάσσης και επίσης ήρε τους ελέγχους στις εγχώριες  τιμές και αποθέματα  του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, τους οποίους είχε επιβάλλει ο Richard Nixon με αφορμή την πετρελαϊκή κρίση του  1973. Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις εκτιμάται ότι επέφεραν ετήσια μια εξοικονόμηση για τους καταναλωτές περί τα 100 δις δολάρια.

Ο Reagan δέχτηκε κριτική κυρίως για δύο θέματα. Το πρώτο ήταν ότι αύξησε τους διοικητικούς περιορισμούς στις εισαγωγές και ότι απέτυχε να απορυθμίσει την αγορά των αγροτικών προϊόντων αφού αύξησε τους ελέγχους, τις επιδοτήσεις και υποστήριξε την υποστήριξη των υψηλών τιμών. Στο θέμα που ασκήθηκε και η πιο σκληρή κριτική ήταν ότι με τις παραινέσεις του Διοικητή της FED Allan Greenspan ξεκίνησε η σταδιακή χαλάρωση της νομοθεσίας που δίεπε το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πλέον οι τράπεζες θα μπορούσαν να επενδύουν σε πιο σύνθετα επενδυτικά προϊόντα, που ενείχαν μεγαλύτερο κίνδυνο. Πολλοί αποδίδουν την χρηματοπιστωτική κρίση του 1987 στις παραπάνω μεταρρυθμίσεις. Η περαιτέρω απορρύθμιση που ακολούθησε ο Alan Greenspan, σύμφωνα με τον Paul Krugman ευθύνεται για την κρίση στην αγορά των ενυπόθηκων δανείων του 2008.

 

Νομισματική Πολιτική

Μείζονος σημασίας θέμα για τη κυβέρνηση Reagan ήταν η ταχεία μείωση του πληθωρισμού, καθώς έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Η θεραπεία «σοκ»  που ακολούθησε περιελάμβανε μείωση της προσφοράς χρήματος και αύξηση του βασικού επιτοκίου. Η προσπάθειες για μείωση του πληθωρισμού είχαν ξεκινήσει από τη δεκαετία του 70’, με τον τότε κεντρικό τραπεζίτη Paul Volcker να λαμβάνει πολύ σκληρά μέτρα νομισματικής πολιτικής, παρότι υπήρχαν προβλέψεις για διψήφια ποσοστά ανεργίας.

Η καμπύλη Philips η οποία δείχνει ότι βραχυχρόνια υπάρχει μια σχέση ανταλλαγής μεταξύ της ανεργίας και πληθωρισμού, προέβλεψε τα πρώτα πολύ δύσκολα χρόνια της διακυβέρνησης Reagan. Οι αντιπληθωριστικές πολιτικές προκάλεσαν την οικονομική ύφεση του 1981-1982 και ανεβάσανε το ποσοστό της ανεργίας στο 10,8%, το οποίο διατηρήθηκε σε διψήφια νούμερα για 10 περίπου μήνες. Παρά τις δυσκολίες των πρώτων μηνών, συνεχίστηκε η ίδια νομισματική πολιτική με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να μειωθεί από το 10,4% που είχε φτάσει το 1980 στο 4,2% το 1988 και το δολάριο ενισχύθηκε στην αγορά του συναλλάγματος. Επιπλέον η ανεργία μειώθηκε τα επόμενα χρόνια καθώς η σχέση ανταλλαγής μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού δεν υφίσταται μακροχρόνια.

Η μόνη κριτική που ασκήθηκε ήταν ότι η περιοριστική νομισματική, οδήγησε σε ανατίμηση του νομίσματος, η οποία σε συνδυασμό με τους ελέγχους στις εισαγωγές επιδείνωσαν το εμπορικό ισοζύγιο, καθώς μειώθηκαν οι εξαγωγές λόγω τις αύξησης των τιμών των αμερικάνικων προϊόντων διεθνώς.

 

Επίλογος

Οι οικονομικές πολιτικές που ακολούθησε ο Reagan εντέλει ήταν αποτελεσματικές; Οι υποστηρικτές του θα δηλώσουν ότι κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του:

  • Η οικονομία των ΗΠΑ μεγεθύνονταν κατά μέσο όρο με 3,05%, μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τη περίοδο διακυβέρνησης του Jimmy Carter.
  • Το μέσο οικογενειακό εισόδημα αυξήθηκε κατά 4.000$.
  • Ο πληθωρισμός μειώθηκε και συνδυάστηκε με υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
  • Οι τιμές για αγορά υπηρεσιών και προϊόντων μειώθηκαν.
  • Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν.
  • Τα ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας μειώθηκαν κατά 1,2%.
  • Η μείωση του εταιρικού φόρου οδήγησε σε αύξηση του ρυθμού ίδρυσης νέων επιχειρήσεων.

 

Από την άλλη οι πολέμιοι των οικονομικών πολιτικών του Reagan θα υποστηρίξουν ότι:

  • Τα δημοσιονομικά ελλείματα αυξήθηκαν και το δημόσιο χρέος εκτοξεύθηκε, γεγονός το οποίο μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε ένα κράτος εξαρτώμενο από τον εξωτερικό δανεισμό.
  • Το ποσοστό ανεργίας παρά την ταχεία οικονομική μεγέθυνση παρέμεινε υψηλό (7,5%).
  • Η οικονομικές ανισότητες διευρύνθηκαν.
  • Το εμπορικό ισοζύγιο διευρύνθηκε.
  • Η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος οδήγησε σε «φούσκες» και κρίσεις.
  • Η αύξηση της παραγωγικότητας και το ποσοστό των επενδύσεων σε σχέση με το ΑΕΠ, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Reagan μειώθηκαν σε σχέση με την αντίστοιχη του Carter.

Οι ιδέες και η φιλοσοφία του Reagan επηρέασαν πολλούς ηγέτες ανά τον κόσμο. Η Margaret Thatcher στην Μεγάλη Βρετανία άμεσα επηρεασμένη από τις ιδέες του Milton Friedman και του Sir Alan Arthur Walters, ακολούθησε περιοριστική νομισματική πολιτική, έκανε δραστικές περικοπές στις δαπάνες για την υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλιση. Επίσης προχώρησε σε μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιρειών και των σιδηρόδρομων, ενέργειες οι οποίες προκάλεσαν μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις.

Στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προσπάθησε να εφαρμόσει πολιτικές εφάμιλλες με αυτές του Ronald Reagan. Προώθησε περικοπές δαπανών, μειώσεις φόρων, προσπάθησε να προωθήσει πολιτικές απελευθέρωσης της οικονομίας, οι οποίες οδήγησαν στην ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων και στην απελευθέρωση του ωραρίου. Επιπλέον, προχώρησε στην μετοχοποίηση του ΟΤΕ και στην ιδιωτικοποίηση της ΑΓΕΤ- Ηρακλής.

Τέλος και ο δικτάτορας της Χιλής Augusto Pinochet ακολούθησε ένα οικονομικό πρόγραμμα που κινούνταν στο ίδιο πνεύμα με αυτό το Ronald Reagan, Καθοδηγούμενος από Χιλιανούς οικονομικούς συμβούλους οι οποίοι είχαν φοιτήσει στο Chicago School of Economics και ονομάστηκαν Chicago Boys. Πιο συγκεκριμένα μείωσε τον πληθωρισμό ακολουθώντας σφιχτή νομισματική πολιτική, προχώρησε στην ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιριών  του συστήματος εκπαίδευσης, υγείας καθώς και ο ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος. Αυτή η απότομη μετάβαση από μία κρατική οικονομία, σε μία οικονομία καθοδηγούμενη από τις αγορές, μπορεί να μετέτρεψε τη Χιλή στη χώρα μ το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Νότια Αμερική παράλληλα όμως αύξησε τα ποσοστά φτώχειας και τις κοινωνικές ανισότητες στη χώρα, μείωσε δραματικά τους μισθούς και επιδείνωσε τις συνθήκες εργασίας της εργατικής τάξης.

 

 

Πηγές

This Post Has One Comment

Απάντηση