Η δημιουργική λογιστική τα τελευταία χρόνια απασχολεί έντονα την ακαδηµαϊκή κοινότητα αλλά και τους επαγγελµατίες της αγοράς και επενδυτές, καθώς αναφέρεται στη χρήση παραπλανητικών, όχι όμως απαραιτήτως παράνομων, μεθόδων στη λογιστική. Πεδίο εφαρµογής της δηµιουργικής λογιστικής αποτελεί το περιεχόµενο όλων των οικονοµικών καταστάσεων.

Βεβαία, δεν θα µιλούσαµε για φαινόµενο δηµιουργικής λογιστικής αν ο σχεδιασµός των καταστάσεων αυτών ήταν ιδεατός, κάτι που µέχρι σήµερα δεν έχει επιτευχθεί. Για παράδειγµα, στον ισολογισµό που είναι µια αντανάκλαση της εικόνας της επιχείρησης, πρέπει να επισηµάνουµε πως η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού στο ιστορικό τους κόστος κάθε άλλο παρά συµβαδίζει µε την πραγµατικότητα τις περισσότερες φορές. Αυτό που λείπει είναι οι τρέχουσες τιµές καθώς επίσης και σηµαντικές µη-ποσοτικές πληροφορίες. Υπό αυτό το πρίσµα η λογιστική του ιστορικού κόστους µπορεί να αποτελεί και ένα «όχηµα» της δηµιουργικής λογιστικής για κάποιους που παραποιούν την αληθινή εικόνα µιας επιχείρησης.

Αδιαµφισβήτητα η διαχείριση (χειραγώγηση, διαχείριση, επηρεασµός, χειρισµός ή ωραιοποίηση) των κερδών (earnings management) είναι η σπουδαιότερη έκφανση της δηµιουργικής λογιστικής αφού τα κέρδη είναι το πιο ευρέως χρησιµοποιούµενο µέτρο της επιχειρησιακής απόδοσης. Η Shipper (1989) αναφέρει πως διαχείριση των κερδών είναι «η επί σκοπού παρέµβαση στην διαδικασία γνωστοποίησης των λογιστικών καταστάσεων µιας επιχείρησης για την αποκόµιση ιδιωτικού οφέλους» . Οι Healy και Whalen (1999) δίνουν τον ακόλουθο ορισµό «η υπό την κρίση της διοίκησης παρουσίαση των οικονοµικών καταστάσεων της επιχείρησης µε τέτοιο τρόπο ώστε, χωρίς να παραβιάζονται οι λογιστικοί κανόνες και πρότυπα, να παραπλανόνται οι ενδιαφερόµενοι για την πραγµατική αποτελεσµατικότητα της επιχείρησης». Από τους παραπάνω ορισµούς γίνεται σαφές ότι η χρήση λογιστικών τεχνασµάτων από τις επιχειρήσεις δεν συνιστά αναγκαστικά παράνοµη ενέργεια αν δεν παραβιαστούν οι λογιστικοί κανόνες. Έτσι το ενδιαφέρον επικεντρώνεται αφενός στην επάρκεια των λογιστικών προτύπων και αφετέρου στην ικανότητα των εµπλεκοµένων (χρήστες των οικονοµικών καταστάσεων, ελεγκτές) να διαγνώσουν και να µετριάσουν, αν όχι να επιλύσουν, το πρόβληµα. Για παράδειγµα, τα λογιστικά τεχνάσµατα που χρησιµοποίησαν η Enron και η WordCom- μεγάλα εταιρικά σκάνδαλα στον τοµέα της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης με «νωπές» ακόμη μνήμες που κόστισαν σε επενδυτές, πιστωτές και εργαζόμενους πάνω από 500 δισ. δολ. κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα να κλονισθεί παγκοσµίως η εµπιστοσύνη των επενδυτών στις κεφαλαιαγορές- επιτρέπονταν σύµφωνα µε τα αµερικανικά λογιστικά πρότυπα. Ο όρος παραποίηση (στις ΗΠΑ είναι συνώνυµος της απάτης- fraud) αναφέρεται σε εκούσια, εσκεµµένη ενέργεια από ένα ή περισσότερα άτοµα της διοίκησης, των εργαζοµένων ή τρίτου µέρους που έχει ως αποτέλεσµα την ψευδή παρουσίαση των οικονοµικών καταστάσεων.

Τα εταιρικά κέρδη, ως «σηµείο κλειδί», είναι σίγουρα το πιο αξιοπρόσεκτο µέγεθος στις οικονοµικές καταστάσεις των επιχειρήσεων, αφού καταδεικνύουν το βαθµό στον οποίο µια επιχείρηση έχει αναµιχθεί µε προσθετικές της αξίας της δραστηριότητες και δίνουν το στίγµα που εξυπηρετεί την απευθείας ανακατανοµή πόρων στις κεφαλαιαγορές. Άλλωστε, η θεωρητική αξία της µετοχής µιας εταιρείας δεν είναι παρά η παρούσα αξία των µελλοντικών κερδών. Αυξανόµενα κέρδη αντιπροσωπεύουν αύξηση στην εταιρική αξία, ενώ µειούµενα κέρδη σηµατοδοτούν µείωση της εταιρικής αξίας.

∆εδοµένης της σηµασίας των κερδών δεν είναι περίεργο το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται από τις διοικήσεις των εταιρειών σχετικά µε το πως δηµοσιοποιούνται. Για αυτό άλλωστε οι υπεύθυνοι λογιστηρίων ενδιαφέρονται πρωτίστως για τις επιπτώσεις των λογιστικών τους µεθόδων στην εικόνα της επιχείρησης. Είναι δε τόσο µεγάλη η έµφαση που δίνεται ώστε, όπως προκύπτει από έρευνα που διεξήχθη στις ΗΠΑ (Graham et. al. 2005) προς 400 managers µε σκοπό να καταγραφούν οι κυριότεροι παράγοντες που καθοδηγούν τις αποφάσεις για την χρηµατοοικονοµική πληροφόρηση (financial disclosure), το 78% των συµµετεχόντων παραδέχθηκε ότι θα θυσίαζαν ακόµη και την µακροπρόθεσµη ευηµερία της επιχείρησης τους προκειµένου να μη διαταράξουν την εικόνα και την τάση των αποτελεσµάτων. Γίνεται, έτσι, σαφές πως οι σηµερινοί managers πρέπει να έχουν γνώση διαχείρισης  των κερδών (earnings management), αφού, σύμφωνα με τους Burgstahler και Dichev, οι managers ωραιοποιούν την εικόνα των εταιρικών αποτελεσμάτων, με κύριο σκοπό να αποφύγουν τη δημοσίευση: α) ζημιών στο τέλος της εκάστοτε διαχειριστικής χρήσης και β) αρνητικών μεταβολών στα κέρδη από τη μια χρήση στην άλλη.

Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις όπου η κρίση/ διακριτικότητα (discretion) της διοίκησης οδηγεί σε διαχείριση των αποτελεσµάτων : η διακριτικότητα στην µέθοδο, την εκτίµηση και την δοµή.

  • Η διακριτικότητα στην µέθοδο (method discretion) περιλαµβάνει την επιλογή µεταξύ LIFO και FIFO.
  • Η διακριτικότητα στην εκτίµηση (estimation discretion) περιλαµβάνει αποφάσεις για την ωφέλιµη διάρκεια ζωής ή τα ποσοστά απόσβεσης για τα περιουσιακά στοιχεία, τον υπολογισµό των µη εισπράξιµων χρεογράφων ή των απαξιωµένων αποθεµάτων κλπ.
  • Η διακριτικότητα στην δοµή (structural discretion) αφορά σε περιπτώσεις όπως τα συµβόλαια µισθώσεων (leasing).

 

Ένας επιπλέον διαχωρισµός που θα µπορούσε να γίνει για τις τακτικές διαχείρισης των κερδών είναι αυτός µεταξύ ex – ante και ex – post earnings management.

  • Ex – ante earnings management: οι διοικήσεις προχωρούν σε τέτοιους λογιστικούς χειρισµούς την παρούσα χρονική στιγµή, ώστε να αυξηθεί η πιθανότητα οι εταιρίες τους να δηµοσιεύσουν εξοµαλυµένη και σταθερή ανάπτυξη κερδών µε σκοπό να επηρεάσουν τα κέρδη µελλοντικών περιόδων (για παράδειγµα µεταφέροντας τρέχοντα κέρδη στα αποθεµατικά του ισολογισµού).
  • Ex – post earnings management: οι διοικήσεις, προσπαθώντας να αντιµετωπίσουν κάποια µείωση στα κέρδη της εταιρίας, προχωρούν σε τέτοιες λογιστικές επιλογές, ώστε να ενισχύσουν τη σηµερινή απόδοση των δηµοσιευµένων κερδών και να αναβάλλουν την αρχική µείωση.

 

Το earnings management διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: την εξομάλυνση κερδών και το “big bath” accounting.

  • Εξοµάλυνση/ομαλοποίηση Κερδών (income smoothing) : Έχει στόχο την εµφάνιση µιας σταθερής αύξησής των κερδών. Για την ύπαρξη αυτής της µορφής του earnings management απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εταιρία να παράγει αρκετά µεγάλα κέρδη και εποµένως η οικονοµική της απόδοση να είναι πάνω από το µέσο όρο για µακρά χρονική περίοδο ώστε να δηµιουργούνται προβλέψεις µε τις οποίες θα ρυθµίζονται οι ροές όταν χρειάζεται. Πρόκειται κυρίως για µία µείωση στη διακύµανση των κερδών, η οποία ως γνωστό αποτελεί ένα µέτρο του επιχειρησιακού κινδύνου. Οι επενδυτές θεωρούν ότι τα κέρδη έχουν µεγαλύτερη αξιοπιστία εάν οι εκπλήξεις κατά τη δηµοσίευσή τους είναι µικρότερες (εάν δηλαδή τα δηµοσιευµένα κέρδη είναι πολύ κοντά στα αναµενόµενα κέρδη). Μια µεγαλύτερη απόκλιση µειώνει την αναφερόµενη αξιοπιστία των δηµοσιευµένων κερδών, µετριάζοντας την αύξηση στην αξία της εταιρίας από τη δηµοσίευση υψηλότερων κερδών.
  • “Big Bath” accounting: Η εκτίμηση για μεγάλη απώλεια στα τρέχοντα έσοδα έχει αρνητικό αποτέλεσμα στην τρέχουσα τιµή της µετοχής, ή κάποιου αξιόγραφου γενικότερα, διότι σχετίζεται µε άσχηµα νέα σχετικά µε την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης. Εντούτοις, αν η χρέωση και οι σχετικές λειτουργικές αλλαγές θεωρηθεί πως θα έχουν θετικό αντίκτυπο, η τιµή της µετοχής επανέρχεται πολύ γρήγορα. Υπό αυτό το πρίσµα, οι “Big bath” τεχνικές χρησιµοποιούνται µε την πεποίθηση ότι εάν πρέπει να ανακοινωθούν δυσάρεστα νέα, π.χ. ζηµίες από κάποια σηµαντική αναδιοργάνωση, προτιμάται η διοίκηση να τα αναφέρει άμεσα ώστε να δηµιουργηθούν οι συνθήκες για µελλοντικές αυξήσεις κερδών. Αντίστοιχα, τέτοιες χρεώσεις βασίζονται σε εκτιµήσεις, άρα είναι καλύτερο να προβλέπονται (ή να εκτιµώνται) σε υψηλά επίπεδα για να αποφεύγονται δυσάρεστες εκπλήξεις αργότερα όπως αν επιλέγονταν απώλειες σε χαµηλά η µεσαία επίπεδα και αποδεικνυόταν αργότερα ότι τα έξοδα βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα.

Στην Ελλάδα, η εμπειρική διερεύνηση του βαθμού «χειραγώγησης» των κερδών αποτελεί ενδιαφέρον ζήτημα, αφού η «ωραιοποίηση» των αποτελεσμάτων είναι συχνότερο φαινόμενο σε χώρες με χαμηλή προστασία των επενδυτών και ασθενή εφαρμογή των νόμων. Εδώ, στόχος της παραποίησης αυτής είναι η εμφάνιση μειωμένων κερδών για ελάττωση της φορολογίας μέσω διογκωμένων εξόδων.  Όταν, όμως, οι επιχειρήσεις εισαχθούν στο χρηματιστήριο, επιδιώκουν την προσέλκυση μεγαλύτερου επενδυτικού κοινού για αύξηση των κερδών μέσω της πλασματικής εικόνας που προβάλλουν.

 

Γενικότερα, το earnings management έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις τόσο στην εγχώρια λειτουργία της αγοράς, όσο και σε διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο. Κύρια μέριμνα των διοικήσεων των επιχειρήσεων που ασκούν αυτήν την τακτική είναι η εμφάνιση μιας παραπλανητικής εικόνας της εταιρίας, εκμεταλλευόμενες βέβαια τις αδυναμίες και τα «παραθυράκια» των λογιστικών κανόνων, οι οποίοι αφήνουν περιθώρια παραποίησής τους.

 

 

ΠΗΓΕΣ:

Journal of Financial Economics, Volume 80, Issue 3, June 2006, Pages 511–529, CEO incentives and earnings management

http://www.naftemporiki.gr/story/219666/i-xeiragogisi-ton-kerdon

https://dspace.lib.uom.gr/

http://nemertes.lis.upatras.gr/

http://www.accounting-degree.org/scandals/

http://nefeli.lib.teicrete.gr/

Απάντηση