Αν και έχουν περάσει αρκετοί μήνες από τότε που το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε, μέσω δημοψηφίσματος, να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το θέμα του Brexit εξακολουθεί να αποτελεί «πρώτη» είδηση στα ειδησεογραφικά μέσα. Μόλις την περασμένη Παρασκευή (8/12/2017) στις Βρυξέλλες υπογράφηκε μια κοινή δήλωση των δυο πλευρών η οποία και έκλεισε την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων.

Τι είναι όμως το Brexit; Όλα ξεκίνησαν όταν ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, David Cameron, έπειτα από πιέσεις που δέχονταν από μέλη της κυβέρνησης του, ανακοίνωσε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το οποίο θα αποφασιζόταν η παραμονή ή η έξοδος της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, το Φεβρουάριο του 2016, ανακοίνωσε ότι το συγκεκριμένο δημοψήφισμα θα πραγματοποιούνταν στις 23 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Η συνέχεια είναι γνωστή, το 51.9% των εκατομμύρια Βρετανών ψηφοφόρων (από τους 64 εκατομμύρια Βρετανούς πολίτες) αποφάσισε ότι δεν επιθυμεί να παραμείνει η χωρά του στην Ένωση και αυτό σηματοδότησε την αρχή των διαπραγματεύσεων εξόδου. Ουσιαστικά, ο όρος Brexit προκύπτει από τον συνδυασμό των δύο αγγλικών λέξεων Britain (τοπωνύμιο) και exit (έξοδο) και δηλώνει την διαδικασία εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.

Ο ίδιος ο David Cameron και ένα μέρος του κόμματος του (Conservatives) συμπεριλαμβανομένης και της τωρινής πρωθυπουργού Theresa May, τάχτηκαν υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωσης, τονίζοντας ότι ως κράτος-μέλος η Βρετανία, μέσα από τις συμφωνίες που συνάφθηκαν, θα αποκτούσε ορισμένα επιπλέον προνόμια και θα δίνονταν λύση στα προβλήματα που οδήγησαν τον Βρετανικό λαό να θέλει να αποχωρήσει. Υπέρ της παραμονής τάχτηκε και η πλειονότητα των βρετανικών πολιτικών κομμάτων όπως το Labour Party, το Scottish National Party (SNP), το Plaid Cymru, το Green Party και οι Liberal Democrats καθώς και οι περισσότεροι ευρωπαίοι πολιτικοί αρχηγοί και ο τότε Αμερικάνος Πρόεδρος Barack Obama. Τα βασικότερα επιχειρήματα τους ήταν ότι εντός της ένωσης οι εμπορικές συναλλαγές με τα υπόλοιπα Κράτη-Μέλη είναι πολύ εύκολες (λόγω τα κοινής αγοράς), ότι η μετανάστευση πολιτών της ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο συμβάλει στην οικονομική μεγέθυνση της χώρας και στην στήριξη των δημοσίων παροχών και ότι η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου διεθνώς είναι ισχυρότερη όταν αυτό ανήκει στην ΕΕ.

Από την άλλη, οι κύριοι υποστηρικτές της εξόδου ήταν το UK Independence Party (UKIP) ένα κατεξοχήν ευρωσκεπτιστικό κόμμα με αρχηγό τον Nigel Farage, ορισμένοι βουλευτές των Conservatives συμπεριλαμβανομένου του Boris Jonson  (νυν υπουργού εξωτερικών), ένα μικρό κομμάτι των βουλευτών των Labours και το DUP, δηλαδή το κόμμα της Βορείου Ιρλανδίας. Οι συγκεκριμένοι υποστήριζαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εμπόδιζε την ανάπτυξη της Βρετανίας εξαιτίας των πολλών κανόνων που επιβάλλει στις επιχειρήσεις και εξαιτίας του χρηματικού ποσού που κατέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, ήθελαν την επιβολή και τη θέσπιση Βρετανικής νομοθεσίας και όχι Ευρωπαϊκής καθώς και επιδίωκαν την επανάκτηση του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων τους ώστε να μειωθεί η ροή των μεταναστών προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Τέλος, ήθελαν να προλάβουν μία τυχών στενότερη ένωση που μπορεί να δημιουργούνταν στο μέλλον.

Αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο David Cameron δήλωσε την παραίτηση του και την θέση του πήρε η Theresa May. Πέρα από το γεγονός ότι η ίδια είχε ταχθεί υπέρ της παραμονής, διασαφήνισε αμέσως ότι θα προχωρήσει με τις διαδικασίες εξόδου αφού αυτό επιθυμούν οι πολίτες της χώρας της ή όπως η ίδια δήλωσε χαρακτηριστικά “Brexit means Brexit”. Τον Μάρτιο του 2017, μάλιστα, ενεργοποίησε την μεταβατική περίοδο, 2 ετών, που προβλέπει η Συνθήκη της Λισαβόνας, και απευθύνεται σε κάθε Κράτος-Μέλος που επιθυμεί να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για την διεκπεραίωση των διαπραγματεύσεων, η Theresa May, «χώρισε» το υπουργείου εξωτερικών σε τρία τμήματα αναθέτοντας σε τρείς υποστηρικτές του Brexit. Σαφέστερα, όρισε τον βουλευτή David Davis υπεύθυνο για την σύναψη συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχρισε τον πρώην υπουργό Άμυνας, Liam Fox, υπουργό διεθνούς εμπορίου και παραχώρησε τη θέση του υπουργού εξωτερικών στον Boris Johnson, έτσι ώστε να αναπτυχθούν νέες εμπορικές συμφωνίες με τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπρόσθετα, προσπάθησε να ενισχύσει την θέση της έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης (για να μην μπορούν εμποδίσουν την εφαρμογή των πολιτικών της) διεξάγοντας έκτακτες εκλογές. Το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών, βέβαια, κάθε άλλο παρά την βοήθησαν καθώς το κόμμα της κατέληξε με λιγότερες έδρες από αυτές που ήδη είχε, αναγκάζοντας την να ζητήσει την στήριξη του DUP (Democratic Union Party) για να μπορέσει να καλύψει τις έδρες αυτές.

Όσον αφορά την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, ο David Cameron, καθώς και πολλοί ειδικοί και υποστηρικτές της παραμονής εντός της ΕΕ, προέβλεπαν την εμφάνιση κρίσης αν επικρατούσε το Brexit. Αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, παρατηρήθηκε μεγάλη πτώση της ισοτιμίας της αγγλικής λίρας. Συγκεκριμένα, ήταν και εξακολουθεί να κυμαίνεται χαμηλότερα από το αμερικανικό δολάριο κατά 10% και 15% χαμηλότερα σε σχέση με το ευρώ. Βέβαια, σύμφωνα με έρευνες, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου φαίνεται να μεγεθύνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, κατά 1.8%, ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 3.9% και η ανεργία μειώθηκε 4.3%. Παρόλα αυτά, πολλές επιχειρήσεις με έδρα την Μεγάλη Βρετανία μεταφέρθηκαν σε άλλα Κράτη-Μέλη της  Ένωσης, καθώς τα προνόμια που δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση στις επιχειρήσεις είναι πολύ σημαντικά για τη βιωσιμότητα τους και κατά κύριο λόγο στη διεξαγωγή των συναλλαγών τους.

Τα θέματα που απασχολούν κυρίως την ΕΕ και καθίσταται απαραίτητη η διευθέτηση τους είναι τρία. Το πρώτο έχει να κάνει με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών που ζουν εντός του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και των Βρετανών πολιτών που κατοικούν σε χώρες τις ένωσης. Από τη στιγμή που το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποχωρήσει από την ένωση θα πρέπει να ξεκαθαριστεί και να εξασφαλιστεί ότι τα 3 εκατομμύρια ευρωπαίοι πολίτες θα μπορέσουν να συνεχίζουν να κατοικούν και να εργάζονται στην Βρετανία έχοντας τα ίδια ή όσο το δυνατόν περισσότερα δικαιώματα γίνεται, σε σχέση με αυτά που είχαν προηγουμένως (και το ίδιο ισχύει και για το ΗΒ). Η παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ενιαία αγορά αποτελεί ένα ακόμα ζήτημα που μονοπωλεί στα κείμενα των διαπραγματεύσεων. Η ύπαρξη της κοινής αγοράς, δηλαδή ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ΕΕ και επιτρέπει την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και ανθρώπων εντός των κρατών μελών ,σαν να πρόκειται για την ίδια χώρα. Επομένως, θα πρέπει να καθοριστεί η θέση που θα έχει σε αυτή , αν δηλαδή σταματήσει να είναι μέρος της ή αν συνάψει κάποιου ειδική συμφωνία με την ΕΕ όπως η Ελβετία και η Νορβηγία. Η εφαρμογή μονό ορισμένων από τους παράγοντες της ενιαίας αγοράς δεν υφίσταται, επομένως η επιθυμία ορισμένων βρετανών πολιτικών για παραμονή στην ενιαία αγορά χωρίς όμως να επιτρέπεται η ελεύθερη μετακίνηση προσώπων δεν είναι δυνατή.

Το τελευταίο ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τις δύο πλευρές είναι αυτό των συνόρων με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Η Ιρλανδία αποτελούσε αποικία της Μ. Βρετανίας για πολλά χρόνια μέχρι που  1922 δημιουργήθηκε (έπειτα από αγώνες) το Irish Free State το όποιο περιελάβανε ολόκληρη την Ιρλανδία εκτός τo μεγαλύτερο τμήμα της περιφέρειας Ulster στο βορειοανατολικό κομμάτι του  νησιού, το οποίο παραμένει μέχρι και σήμερα μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου με την ονομασία Βόρεια Ιρλανδία. Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ της Προτεσταντικής και της Καθολικής κοινότητας της Βορείου Ιρλανδίας αποτελούσαν συχνό φαινόμενο. Μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι δύο χώρες μπόρεσαν να βρουν λύση το 1998 συνάπτοντας την ειρηνευτική συμφωνία της «Μεγάλης Παρασκευής» καταργώντας τον έλεγχο στα σύνορα τους και δίνοντας την επιλογή στους πολίτες, που γεννήθηκαν στη Β. Ιρλανδία, το δικαίωμα να μπορούν να επιλέξουν οι ίδιοι ποια θα είναι η υπηκοότητα τους (βρετανική, ιρλανδική ή διπλή). Οφείλεται, λοιπόν, να καθοριστεί η πολιτική που θα εφαρμοστεί μεταξύ των συνόρων αυτών ώστε να αποφευχθούν οι ωμότητες του παρελθόντος.

Την προηγούμενη Παρασκευή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο προχώρησαν σε μία συμφωνία ολοκληρώνοντας έτσι την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων. Αυτά που αποφασίστηκαν αφορούσαν κυρίως λιγότερο σημαντικά ζητήματα μεταθέτοντας την διευθέτηση των σημαντικών ζητημάτων σε μετέπειτα συμφωνίες. Καταρχάς με την συμφωνία αυτή το Ηνωμένο Βασίλειο καλείτε να καταβάλει στα κοινοτικά ταμεία ένα ποσό που θα κυμαίνεται από 40 έως και 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Επίσης, διασαφηνίζει ότι μετά το Brexit θα ισχύει ενιαίο ρυθμιστικό καθεστώς με αποτέλεσμα να μην καθίσταται σαφής η κατάσταση της Βορείου Ιρλανδίας. Η επιθυμία της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας είναι να μην επανέλθει η κατάσταση που ίσχυε πριν το 1998 με την επιβολή «σκληρών» συνόρων, ενώ το βορειοιρλανδικό ενωτικό κόμμα  DUP απαιτεί την εφαρμογή των κανόνων εμπορίου που θα ισχύουν στη Μεγάλη Βρετανία, ώστε να εξαλειφθεί ο κίνδυνος αποκοπής τους από το Ηνωμένο Βασίλειο. Παρόλα αυτά, η συμφωνία αυτή είναι προκαταρκτική, δηλαδή όσα συμφωνήθηκαν πρόκειται να οριστικοποιηθούν όταν προκύψει η τελική συμφωνία που θα προβλέπει την σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Βρετανία μετά τη μεταβατική περίοδο.

Κλείνοντας, είναι εμφανές ότι μένουν πολλά θέματα προς συζήτηση ώστε να επιτευχθεί μια κοινώς αποδεκτή συμφωνία χωρίς να είναι βέβαιο ότι η μεταβατική περίοδος επαρκεί για την σύναψη της. Για το λόγο αυτό, οφείλουν να γίνουν παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές ώστε να μπορέσει να δοθεί η καλύτερη δυνατή λύση.

Λεωνίδας Δημητριάδης

Φοιτητής οικονομικών επιστημών Α.Π.Θ.

Απάντηση