Γιώργος Κατσανεβάκης, μεταπτυχιακός φοιτητής Πολυτεχνείου Κρήτης

Η εξάρτηση της Ελλάδας από τον Τουρισμό

Δώδεκα μήνες και ακόμα γράφει το ημερολόγιο της μεγάλης πανδημίας του 21ου αιώνα. Στην χώρα μας τους τελευταίους 9 μήνες μελετάμε, αναλύουμε και πλέον “συγκατοικούμε” με τον ιό. Καθημερινά προσπαθούμε βάση των νέων δεδομένων να αντιδράσουμε και να προσαρμοστούμε στην νέα πραγματικότητα. Με μια σειρά από μέτρα η κυβέρνηση από την αρχή της πανδημίας προσπαθεί να περιορίσει την εξάπλωση του ιού. Δηλαδή να μειώσει τις εστίες πιθανών μολύνσεων που όμως αυτές οι κινήσεις επηρέασαν αρνητικά την οικονομία.

Όμως παράλληλα με όλα αυτά υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα μιας ανεκτής διαβίωσης και όχι απλά επιβίωσης που μας απασχολεί. Καλώς ή κακώς, η χώρα μας εξαρτάται στα μέγιστα από τον τουρισμό. Ενδεικτικά η συνολική συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ της χώρας το 2019 είναι στο 20,8%. Σημειώνεται ότι το 2019 το αναφέρω διότι είναι ένα έτος υπό φυσιολογικές συνθήκες προτού επέλθει η παγκόσμια πανδημία που διανύουμε. Επίσης η συνολική συμμετοχή του τουρισμού στην απασχόληση το 2019, είναι στο 21,7% .

 

Μια συγκριτική ανάλυση του ζητήματος

Αυτά τα δυο στατιστικά, μας παρουσιάζουν το πόσο πολύ εξαρτημένοι είμαστε από τον τουρισμό. Αναφέρεται δηλαδή, ότι περίπου 1 στους 5 εργαζόμενους εργάζονται εξαρτημένα στον τουρισμό. Όμως, το μεγάλο ερώτημα είναι πόσες επιχειρήσεις ανά την χώρα και δη στα νησιά έχουν τις πόρτες τους ανοιχτές όλο το χρόνο με την προσμονή της θερινής περιόδου. Με πολλούς από αυτούς να έχουν είτε μηδαμινά έσοδα είτε μη βιώσιμα εκτός αυτής.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι η φετινή αυτή κατάσταση αποτελεί το εναρκτήριο καμπανάκι μιας νέας εποχής. Αναμφισβήτητα ο τουρισμός δε θα πάψει να υφίσταται, όμως οφείλουμε προσαρμοστούμε σαν χώρα σε μακροχρόνια σχέδια και δράσεις.

Ενδεικτικά οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές μας στον τουρισμό είναι:

  • Η Ισπανία, η οποία έχει συμμετοχή του ΑΕΠ στον τουρισμό περίπου στο 12%.
  • Η Τουρκία με συμμετοχή στο 13%.
  • Ενώ η Ιταλία σε ακόμη χαμηλότερα νούμερα, στο 9,4%.

Γιατί λοιπόν;

Γιατί λοιπόν να επενδύουμε όλοι και με κάθε τρόπο στην τελική μορφή του τουρισμού; Γιατί λοιπόν να χτίζουμε καταλύματα και να αγοράζουμε είδη υγιεινής για εμάς από τούρκικες βιομηχανίες; Γιατί να ανοίγουμε εστιατόρια και να προσφέρουμε ιταλικά σερβίτσια; Γιατί να ανοίγουμε τουριστικά καταστήματα αγορασμένα από διεθνείς εκθέσεις και όχι από εγχώριες; Γιατί να είμαστε τόσο ευάλωτοι και όχι καταλλήλως προετοιμασμένοι στον παράγοντα τουρισμός;

Όλα αυτά και άλλα πολλά είναι τα ερωτήματα σχετικά με τον τουρισμό. Αυτή τη στιγμή προσφέρονται ΕΣΠΑ με πολύ μεγάλα ποσοστά χρηματοδότησης για τον τουρισμό ενώ η βιομηχανία της χώρας είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Όλα αυτά τα ΕΣΠΑ δίδονται, επενδύονται και έπειτα τα χρήματα μοιράζονται σε ξένους προμηθευτές.

Οι πρώτες εκτιμήσεις για το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027, περιλαμβάνει σχετικές δράσεις για το σπάσιμο σε δύο ξεχωριστά Επιχειρησιακά Προγράμματα. Τα Προγράμματα των Έργων Υποδομής (Μεταφορές) και τα Προγράμματα των Έργων Περιβάλλοντος (Περιβάλλον – Ενέργεια – Κλιματική Αλλαγή). Χρειάζονται λοιπόν κίνητρα, στόχοι και ένα σχέδιο δράσης για μια επιτυχημένη πορεία!

Ας εκμεταλλευτούμε αυτά που ήδη διαθέτουμε

Η Ιταλία είναι πρώτη στην παραγωγή οίνων, η Γερμανία στην παραγωγή παγωτού και η λίστα δεν έχει τέλος. Οφείλουμε να δώσουμε έμφαση στην παραγωγή και ανάπτυξη. Όταν λέμε όμως παραγωγή δεν εννοούμε μόνο την απροσδιόριστη γεωργία, αλλά ανάπτυξη του αντικειμένου. Να έχουμε τις δομές και την γνώση να συσκευάσουμε και να πουλήσουμε τα δικά μας προϊόντα. Όπως για παράδειγμα, το μοναδικό λάδι μας, το κρασί μας, τα βότανα και ατελείωτα άλλα προϊόντα. Επίσης, τα προϊόντα που προσφέρουμε απλόχερα σε άλλους να τα πουλάνε για εμάς, διότι δεν έχουμε αναπτύξει στον επιθυμητό βαθμό τις στρατηγικές – marketing μας σε πολλές αγορές, ή ακόμη χειρότερα τα αφήνουμε ανεκμετάλλευτα.

Αυτό ακριβώς έχουν καταφέρει οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και οι Τούρκοι. Αφού γνωρίζουν ότι η δύναμη του τουρισμού τους δεν αποτελεί πρόβλημα για να αναπτύσσονται και να μη μένουν στάσιμοι και σε άλλους τομείς.

Η χώρα μας διαθέτει πολλούς επιστήμονες. Ενδεικτικά το 3% των κορυφαίων επιστημόνων παγκοσμίως είναι Έλληνες. Όμως, από αυτό το 3% μόλις το 14% ζει στην Ελλάδα. Επίσης, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Ελλάδα διαθέτει επί του συνόλου 43,7% απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ποσοστό υψηλότερο από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον, τα ποσοστά απασχόλησης είναι στο 52%, ενώ ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 80,2%.

 


 

Πρώτη απορία, πως βγάζουν νόημα αυτά τα δυο νούμερα;
Δεύτερη απορία, τι σχέση έχουν με το αρχικό ζήτημα του άρθρου που είναι ο τουρισμός;

Η πραγματικότητα της χώρας δείχνει απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να εργάζονται ως σερβιτόροι, σε γραφεία ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων, σεκιούριτι, πωλητές κτλ. Προφανώς και δεν υπάρχει κανένας ενδοιασμός για αυτούς τους χώρους εργασίας. Θεωρώ πως είναι καλό οι νέοι να εργάζονται σε ότι μπορούν και βρίσκουν.

Το θέμα είναι ότι έρχεται η στιγμή που ολοκληρώνεις τις σπουδές σου και θέλεις να ασχοληθείς με αυτό το οποίο σου αρέσει. Με αυτό το οποίο επένδυσες με χρόνο και χρήματα εσύ και οι γονείς σου. Με αυτό το οποίο πιστεύεις ότι θα αποδώσεις, ότι θα γίνεις καλός ακόμα και μοναδικός. Όμως, ενώ θα έπρεπε να έχεις επιλογές , δεν έχεις ή ακόμα πιο σωστά δεν έχεις αυτές που έπρεπε να έχεις. Δυστυχώς, σήμερα σε όλες τις συζητήσεις περί εργασιών, περί εξειδικεύσεων πάντα θα ακουστεί το “δοκίμασε έξω”, εκεί λοιπόν χάνουμε.

 

Μήπως πρέπει να αλλάξουμε πορεία;

Δεν είναι φυσιολογικό, να έχουμε υψηλότερο ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ταυτόχρονα όμως να είμαστε τόσο χαμηλά στο θέμα απασχόλησης. Σε αυτό συμβάλλει πολύ αρνητικά ο τουρισμός, αναλώνει τους νέους, δεν τους δίνει επιλογές, τους κόβει φτερά.

Θεωρώ ότι σαν χώρα πρέπει να εστιάσουμε εκεί, στην βιομηχανία, στον πρωτογενή τομέα, στην τεχνολογία, στην έρευνα. Με κίνητρα, ώστε οι νέοι επιστήμονες να κυνηγήσουν αυτό στο οποίο είναι ικανοί. Ενώ παράλληλα, να μην αναγκάζονται να ανοίγουν τα φτερά τους σε ξένα καράβια.

Ο τουρισμός αναμφισβήτητα δε θα πάψει να υπάρχει, ούτε πρέπει να πάψουμε να εστιάζουμε εκεί και να βελτιωνόμαστε. Αυτό που πρέπει όμως είναι να μην αποτελεί εξ ορισμού η πάγια πηγή εσόδων μας σαν κράτος. Είδαμε πολύ καλά φέτος τι έγινε και αντιληφθήκαμε πόσο εύκολα ένας εξωγενής παράγοντας τον επηρεάζει. Κάτι που γνωρίζαμε αλλά δεν το “πιστεύαμε”.

 

 

 

 

Πηγές: Deutsche Welle, Sete, Ετήσια Έκθεση Ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2018

Απάντηση