Με μια σύντομη ματιά στο οικονομικό γίγνεσθαι, είναι εμφανής η συμβολή των τιτλοποιήσεων απαιτήσεων (π.χ. από δάνεια ή κάρτες) στην αλματώδη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας των τελευταίων ετών σε συνεργασία με εταιρίες ειδικού σκοπού. Ωστόσο, οι υπερβολές και οι αδυναμίες αυτού του επιχειρηματικού μοντέλου αποτέλεσαν μία από τις αιτίες της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αρχικά, σημαντικό είναι να οριστούν οι έννοιες της τιτλοποίησης και των παραπάνω εταιριών.

Ως τιτλοποίηση απαιτήσεων , σύμφωνα με το νόμο  Ν. 3156/2003, αναφέρεται η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: (α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή (β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, «ιδιωτική τοποθέτηση» είναι η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. Αμοιβαία κεφάλαια και εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου με έδρα την Ελλάδα μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση, εφόσον οι ομολογίες έχουν αξιολογηθεί πιστοληπτικά από έναν διεθνώς αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης (risk rating agency) σε ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζεται διεθνώς ως επενδυτικού βαθμού (investment grade). Ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικοί οργανισμοί δεν μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση ούτε μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων ή εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Η τιτλοποίηση απαιτήσεων αποτελεί προϊόν του χρηματοπιστωτικού τομέα των ΗΠΑ, το οποίο δημιουργήθηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 1970 για να γνωρίσει στην συνέχεια ραγδαία ανάπτυξη, όχι μόνο στην γενέτειρά του αλλά και, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, οι εταιρίες ειδικού σκοπού έχουν ως αποκλειστική και κύρια δραστηριότητα την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων από τη μεταβιβάζουσα εταιρία (πχ τράπεζα) για την τιτλοποίησή τους και τη διάθεση των ομολογιών (τίτλων) στους ομολογιούχους επενδυτές. Μάλιστα, δικαιολογημένα έχουν μικρό μέγεθος και μετοχικό κεφάλαιο καθώς οι δραστηριότητες που εκτελούν είναι ιδιαίτερα περιορισμένες χωρίς την ανάγκη σημαντικής υλικοτεχνικής υποδομής ή μεγάλο αριθμό εργαζομένων, ενώ , με αυτόν τον τρόπο, παρεμποδίζεται η χρήση τους για άλλους σκοπούς.

Η διαδικασία που ακολουθείται για την τιτλοποίηση απαιτήσεων αναλύεται στο άρθρο 10 του ν.3156/2003. Συνοπτικά, η χρηματοδοτούμενη εταιρία μεταβιβάζει το σύνολο των δικαιωμάτων επί των απαιτήσεων στην εταιρία ειδικού σκοπού, ώστε να παράσχει τη δυνατότητα είσπραξης των τελευταίων και της εξόφλησης των ομολογιούχων. Βέβαια, οι απαιτήσεις αυτές της μεταβιβάζουσας εταιρίας ομαδοποιούνται για να μεταβιβαστούν , οπότε πρέπει να είναι ομοειδείς, ενώ αξιολογούνται από αναγνωρισμένους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης για τη φερεγγυότητα των οφειλετών του μεταβιβάζοντος, αφού αυτών τις υποχρεώσεις αγοράζουν οι δανειστές. Όλα αυτά, συγκριτικά με τα κοινά ομολογιακά δάνεια, όπου η εκδότρια εταιρία δεσμεύεται έναντι των δανειστών με την περιουσία της, τονίζουν το απόλυτο ενδιαφέρον των δανειστών για την οικονομική κατάσταση των οφειλετών , αφού οι πρώτοι, σε αυτήν την περίπτωση, θα ικανοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις χωρίς την ύπαρξη κανενός δικαιώματος επί της λοιπής περιουσίας της μεταβιβάζουσας εταιρίας.

Σε αυτό το σημείο, αξίζει να τονιστούν τα κίνητρα της τιτλοποίησης για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό συμβαίνει, γιατί, εκτός από τη διαχείριση της κεφαλαιακής επάρκειας και τη διατήρηση των πελατειακών  σχέσεων οφειλετών-επενδυτών , πραγματοποιείται μια μετατόπιση κινδύνου, καθώς μέσω της διαδικασίας αυτής μια τράπεζα μεταβιβάζει τον πιστωτικό κίνδυνο που ενυπάρχει σε ένα χαρτοφυλάκιο (π.χ. δανείων) σε άλλους επενδυτές. Επίσης , η τιτλοποίηση απαιτήσεων αποτελεί ελκυστική λύση για τις επιχειρήσεις λόγω της μείωσης της εξάρτησης από τον τραπεζικό δανεισμό και των θετικών επιπτώσεων στον ισολογισμό τους που εκχωρούνται στις εταιρίες ειδικού σκοπού. Ταυτόχρονα, τα περιουσιακά στοιχεία που τιτλοποιούνται αντικαθίστανται από μετρητά , αφού το μεταβιβαζόμενο χαρτοφυλάκιο (ομοειδών) απαιτήσεων μετατρέπεται από μη διαπραγματεύσιμα στοιχεία σε ρευστά διαθέσιμα ανανεώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις πηγές χρηματοδότησης.

Έτσι, η αγορά δημιούργησε έναν πλασματικά ασφαλή οικονομικό κόσμο που πολλοί δέχθηκαν ως πραγματικότητα ξεκινώντας από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, η ιστορία έδειξε ότι η έλλειψη εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος οδήγησε, σε συνδυασμό με την απελευθερωμένη αγορά κεφαλαίων, στην αδιαφανή διάχυση του πιστωτικού κινδύνου παγκοσμίως μέσω της τιτλοποίησης. Σε αυτό συνέβαλε , βέβαια, και η αναποτελεσματικότητα των οίκων αξιολόγησης , οι οποίοι , με την έμμεση προτροπή εταιριών της Γουόλ Στριτ, καθησύχαζαν τους επενδυτές παρέχοντας υψηλές αξιολογήσεις στα προϊόντα των τιτλοποιήσεων υποβαθμίζοντας τον κίνδυνο που αυτά εμπεριείχαν. Το τρίπτυχο αυτό, λοιπόν, διαμόρφωσε τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να διογκωθεί το φαινόμενο τιτλοποίησης των δανείων υψηλού κινδύνου.

Στην Ελλάδα, οι συναλλαγές τιτλοποίησης είναι ένα σημαντικό εργαλείο άντλησης ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες από τις αγορές, που αν και δεν εμφάνισε τα προβλήματα των διεθνών συναλλαγών, δεν είναι πλέον διαθέσιμο. Η εισαγωγή του κινδύνου χώρας στις αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης δεν επιτρέπει τη χρήση των τιτλοποιήσεων ως ενέχυρο στο ευρωσύστημα. Μία λύση για την καλύτερη διασπορά καλυμμάτων της ΕΚΤ θα ήταν να «σταθμιστεί» η αποδοχή των τιτλοποιήσεων με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνονται αποδεκτές συναλλαγές που λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή διαβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης, δεδομένου του κινδύνου χώρας. Οι τιτλοποιήσεις θα είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την επιστροφή στις κεφαλαιαγορές, ενώ θα βοηθήσουν και τη διατραπεζική αγορά. Η μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη των διεθνών αγορών των τιτλοποιήσεων και της ελληνικής  οικονομίας θα συμβάλει στο άνοιγμα των αγορών και για τις ελληνικές συναλλαγές.

Συμπερασματικά, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως η έλλειψη πραγματικής ρευστότητας δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία της αγοράς, αναιρώντας κάθε ελπιδοφόρα προσπάθεια ανάπτυξης και απειλώντας μέχρι και τη βιωσιμότητά του. Παρόλα αυτά, η αποτελεσματική άντληση ρευστότητας από τις αγορές είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη , ώστε καθιστά αναγκαία την τελεσφόρα χρήση καινοτόμων χρηματοοικονομικών εργαλείων , όπως αυτό της τιτλοποίησης απαιτήσεων.

Απάντηση