Αθανάσιος Χατζηραφαηλίδης, φοιτητής Οικονομικών Επιστημών ΠΑΜΑΚ

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να αμφισβητείται η υπόθεση ότι η αξία είναι ένα αντικειμενικό μέγεθος που δίνεται από τις ώρες εργασίας. Εμφανίστηκαν διάφοροι οικονομολόγοι που προσπάθησαν να δώσουν μία υποκειμενική διάσταση στο ζήτημα της αξίας, εισάγοντας στο προσκήνιο την έννοια της χρησιμότητας. Οι βασικότεροι από αυτούς ήταν οι Menger, Jevons και  Walras. Αν και οι απόψεις τους αρχικά δεν βρήκαν πολλούς υποστηρικτές, επικράτησαν αρκετά χρόνια αργότερα, διαμορφώνοντας τη Νεοκλασική σχολή οικονομικής σκέψης.

Η Νεοκλασική σχολή αντικατέστησε την αντικειμενική με την υποκειμενική θεωρία της αξίας. Σκοπός της ήταν να αποδείξει ότι οι τιμές καθορίζονται αποκλειστικά από τις δυνάμεις της ζήτησης και της προσφοράς, οι οποίες προσδιορίζονται από υποκειμενικούς παράγοντες. Αυτό ήταν αρκετά εύκολο να αποδειχτεί για τη ζήτηση, η οποία εξαρτάται από τις υποκειμενικές προτιμήσεις και τη χρησιμότητα που αντλούν οι καταναλωτές. Η μεγάλη πρόκληση ήταν να εκφραστεί η προσφορά με υποκειμενικούς όρους, γιατί έχει να κάνει με το κόστος παραγωγής, το οποίο είναι ένα καθαρά αντικειμενικό μέγεθος.

Η καινοτομία της νεοκλασικής σχολής έγκειται στην επινόηση της έννοιας της αρνητικής χρησιμότητας ή δυσχρησιμότητας (Τσουλφίδης, 2004). Πιο συγκεκριμένα οι μισθοί δεν αποτελούσαν πια το κόστος αναπαραγωγής των εργατών, αλλά την αμοιβή τους για την αρνητική χρησιμότητα που υφίστανται όταν εργάζονται, η οποία είναι υποκειμενική. Τα κέρδη εκφράστηκαν ως αμοιβή για την αρνητική χρησιμότητα των επιχειρηματιών, που προκύπτει από το ρίσκο που παίρνουν επενδύοντας αντί να επιλέξουν τον εύκολο δρόμο της αποταμίευσης. Έτσι, η ζήτηση και η προσφορά πλέον είχαν αναχθεί σε έναν κοινό παρονομαστή που ήταν η χρησιμότητα, η οποία από την πλευρά της ζήτησης είναι θετική, ενώ από την πλευρά της προσφοράς είναι αρνητική. Αυτό το βήμα επέτρεψε στους νεοκλασικούς οικονομολόγους να χαράξουν τις πασίγνωστες καμπύλες ζήτησης και προσφοράς.

Συνοψίζοντας η διαμάχη των δύο θεωριών αφορά τους προσδιοριστικούς παράγοντες της αξίας, οι οποίοι καθορίζουν τις τιμές. Για τους νεοκλασικούς οικονομολόγους, αυτοί οι παράγοντες είναι η θετική και η αρνητική χρησιμότητα που είναι υποκειμενικές, ενώ για τους υποστηρικτές της εργασιακής θεωρίας της αξίας είναι οι ώρες εργασίας, οι οποίες αποτελούν ένα αντικειμενικό μέγεθος. Ωστόσο, η οικονομική πραγματικότητα αποδεικνύει ότι οι συναλλαγές δεν αποτελούν τυχαία συμβάντα, αλλά προϋποθέτουν μια σύγκριση, στη βάση ορισμένων αντικειμενικών μεγεθών.

Σε προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς που δεν υφίστατο η διάκριση συγκεκριμένης και αφηρημένης εργασίας, ίσχυε η άνιση ανταλλαγή και δεν υπήρχε μία στέρεα βάση για την πραγματοποίηση των συναλλαγών. Στον καπιταλισμό που τα εμπορεύματα παράγονται με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος, οι συναλλαγές αποκοτούν μία κανονικότητα, που σημαίνει ότι κυβερνώνται από ορισμένους αντικειμενικούς νόμους. Με αυτήν την έννοια η υποκειμενική θεωρία της αξίας αδυνατεί να δώσει μία ορθή εξήγηση για το ζήτημα των τιμών, διότι δεν αντιλαμβάνεται την ειδοποιό διαφορά του καπιταλιστικού συστήματος σε σχέση με όλα τα προηγούμενα συστήματα. Ως απόρροια αυτού βασίζεται σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις, όπως αυτή του τέλειου ανταγωνισμού.

Μία επιστημονική θεωρία όμως θα πρέπει να διαμορφώνεται και να αναπτύσσεται παίρνοντας ως σημείο αναφοράς την υφιστάμενη πραγματικότητα και όχι ξεκινώντας με θεωρητικές υποθέσεις προσπαθώντας έπειτα να τις ταιριάξει με αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Αντίθετα η αντικειμενική εργασιακή θεωρία της αξίας, έχει σαν σημείο αφετηρίας την οικονομική πραγματικότητα και για αυτό μπορεί να λύσει το αίνιγμα των τιμών και να δώσει πειστικές απαντήσεις.

Απάντηση