Με το πέρασμα της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα μας, όπου βιώσαμε την ακμή της οικονομικής κρίσης και της εφαρμογής των μνημονίων, παρατηρήθηκε μία έκρηξη ενδιαφέροντος στον τομέα του τζόγου. Πιο συγκεκριμένα, από ό,τι φαίνεται από τις έρευνες, μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού, απογοητευμένο από την παρακμάζουσα οικονομία της χώρας, έστρεψε το ενδιαφέρον του σε αυτήν την «εύκολη» λύση, προκειμένου να αυξήσει το εισόδημά του. Τα ποσοστά και οι αριθμοί βέβαια των στατιστικών, μαρτυρούν ξεκάθαρα πως η νοοτροπία αυτή του Έλληνα η οποία δυστυχώς έχει εξελιχθεί σε μία μορφή εθισμού, καταλήγει ουσιαστικά στην καταστροφή περιουσιών.

Αρχικά ας διευκρινιστεί, ότι με τον όρο τζόγο, θεωρούμε οποιαδήποτε μορφή του, είτε πρόκειται για τυχερά παιχνίδια σε καζίνο ή παράνομες λέσχες, είτε διαδικτυακά. Δεν θα συμπεριλάβω στην ευρύτερη έννοια του τζόγου το χρηματιστήριο, αν και πολλοί είναι αυτοί που το θεωρούν κομμάτι του, καθ’ ότι η ενασχόληση με αυτό έχει να κάνει με την επιστήμη των οικονομικών και όχι τόσο με τον παράγοντα τύχη.

Ας δούμε όμως τώρα τον «τζόγο του μέλλοντος». Με την ιλιγγιώδη ανάπτυξη του διαδικτύου τα τελευταία χρόνια, θα ήταν ανέφικτο να μην εισχωρήσουν και τα τυχερά παιχνίδια σε αυτό. Ωστόσο δεν μπορεί ο καθένας να ανοίξει μια ιστοσελίδα στοιχηματισμού εύκολα, καθώς προϋπόθεση για αυτό, αποτελεί η κατάλληλη αδειοδότηση. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την Ελλάδα, μόλις 24 είναι οι πάροχοι που έχουν αποκτήσει άδεια για λειτουργία τέτοιων ιστοσελίδων. Αυτό συμβαίνει διότι το κόστος των αδειών 7-ετούς ισχύος ανέρχεται στα 5 εκατομμύρια ευρώ, ενώ συγκριτικά για παράδειγμα στην Πορτογαλία, η αντίστοιχη 3-ετούς ισχύος άδεια είναι μόλις στις 30 χιλιάδες ευρώ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει πολύ μεγαλύτερη προσφορά επενδυτών εκεί, σε αντίθεση με τη χώρα μας.

Αξίζει να αναφερθεί ωστόσο, ότι τα μικτά κέρδη που κατέγραψαν στη διαδικτυακή αγορά στοιχηματισμού οι πάροχοι στην Ελλάδα το 2019 (στατιστικά στοιχεία Ιουλίου), ανέρχονται ήδη στα 391,6 εκατομμύρια ευρώ, αυξημένα κατά 37% έναντι του 2018. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, τον ηλεκτρονικό τζόγο ελέγχουν μόλις οι 2 από τις 24 επιχειρήσεις, καθώς απορροφούν το 80% του συνολικού τζίρου στην Ελλάδα και το 90% των ακαθάριστων εσόδων των παρόχων. Πρόκειται για τις εταιρείες «Malta Gaming Services», γνωστότερη ως «stoiximan.gr» και την «Β2Β Gaming Services Malta», γνωστότερη ως «betshop.gr». Αξίζει να σημειώσουμε, ότι όπως υποδηλώνουν και τα ονόματα, οι επιχειρήσεις αυτές έχουν έδρα την Μάλτα. Όπως αυτές, έτσι και άλλες ανάλογου ενδιαφέροντος επιχειρήσεις, επιλέγουν τέτοιους «φορολογικούς παραδείσους» για έδρα, με στόχο τα οικονομικά τους μεγέθη να είναι κατά δήλωσή τους, και όχι άμεσα ελεγχόμενα από τις ελεγκτικές αρχές της χώρα μας. Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν τα τελευταία χρόνια στην αύξηση, τόσο των ελέγχων από τις αρμόδιες κρατικές αρχές, όσο και της επιβαλλόμενης φορολογίας. Αναλυτικότερα, ενώ μέχρι το 2014 τα έσοδα του ελληνικού κράτους από τους φόρους των παιγνίων ήταν μηδενικά, σήμερα έχουν ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Σύμφωνα με τα παραπάνω γεννιέται πλήθος ερωτημάτων. Κύριο ερώτημα αποτελεί, γιατί ένα κράτος με την οικονομία της Ελλάδος επιτρέπει τόσες δαπάνες στον τζόγο, με τόση φορολογία και τόσο υψηλά κόστη αδειών; Η απάντηση είναι πολύ απλή βάσει των στατιστικών ερευνών. Το 2014, που δεν υπήρχε φόρος στα τυχερά παιχνίδια στη χώρα μας, παρατηρήθηκε ότι οι Έλληνες εν καιρώ κρίσης, δαπάνησαν τόσα χρήματα στον τζόγο, όσα οι κάτοικοι του Βελγίου, της Φιλανδίας, της Σουηδίας και της Ολλανδίας μαζί ή αλλιώς το 4,5% του ΑΕΠ. Ποσοστά που τρομάζουν, αν σκεφτεί κανείς ότι η αντιστοιχία είναι περίπου 800 ευρώ ετησίως για κάθε ενήλικο στη χώρα μας. Έτσι, το κράτος θέλοντας να εισπράξει από τους πολίτες του, όσα δεν έχει τη δυνατότητα να εισπράξει λόγω φοροδιαφυγής και μαύρου χρήματος, φορολογεί πλέον τον τζόγο.

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν παράλογο να θεωρήσουμε τον τζόγο ως μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Είναι φανερό ότι όλο αυτό το οικοδόμημα μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε βάρος της υγιούς οικονομίας ενός κράτους, καθώς αποτελεί δείγμα σήψης της οικονομίας του. Είναι γνωστό, ότι στην φιλελεύθερη οικονομία, το χρήμα παράγει χρήμα, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν ισχύει στα τυχερά παιχνίδια (για αυτούς που νομίζουν ότι θα βελτιωθεί η οικονομική τους κατάσταση μέσω αυτών). Αντ’ αυτού, πολλές περιουσίες χάνονται και αντί να αναπτύσσονται επιχειρήσεις με στόχους, ολοένα και περισσότερα καταστήματα που εξυπηρετούν τον τζόγο ανοίγουν καθημερινά…

Δημήτριος Καρδιτσάς

Φοιτητής οικονομικών επιστημών Α.Π.Θ.

Απάντηση