Δημήτριος Ντίνας, μεταπτυχιακός φοιτητής Οικονομικών Επιστημών Α.Π.Θ.

Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί μια από τις πιο βασικές συζητήσεις, τόσο στην επιστημονική κοινότητα των αναπτυξιακών οικονομικών, όσο και στην εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές παρατηρείται ότι η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης αντιμετωπίζεται μονοκόμματα και αποσπασματικά, καθώς επίσης δεν είναι ξεκάθαρο συνήθως, η εισηγούμενη  πολιτική να αποτελεί μια πρόταση βιώσιμης ανάπτυξης, εξαιτίας της επικέντρωσης  κατ’ αποκλειστικότητα στην οικονομική διάσταση.

Αντίθετα, η βιώσιμη ανάπτυξη έχει και άλλες πτυχές και δεν αποτελεί απλά μια ακόμη έκφραση, που περιγράφει τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Παρόλα αυτά, ακόμη και υπό αυτές συνθήκες παραμένει ως έννοια ημιτελής, διότι δεν έχει αναπτυχθεί μια σαφής σύνδεση ανάμεσα στη βιώσιμη ανάπτυξη και τη βιώσιμη επιχειρηματικότητα.

Στα πλαίσια αυτά, στην παρούσα έρευνα λαμβάνει χώρα μια προσπάθεια για την καταγραφή των σημαντικότερων πλαισίων της βιβλιογραφίας σε σχέση με τις έννοιες της βιώσιμης ανάπτυξης, της επιχειρηματικότητας και της βιώσιμης επιχειρηματικότητας. Η χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία για την παρούσα έρευνα είναι η βιβλιογραφική ανασκόπηση στην παρεχόμενη βιβλιογραφία από διεθνής οργανισμούς και της πλατφόρμας επιστημονικών άρθρων Scopus.

Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης

Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια έννοια, που λαμβάνει διαφορετικά χαρακτηριστικά όσο η βιβλιογραφία εξελίσσεται, γύρω από αυτό το ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη συστηματική προσπάθεια καταγραφής της έννοιας συνέβη από τη the Brundtland Commission (1987) και εξηγεί ότι: «Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους» (Πηγή: Norwegian Ministry of Trade and Industry. (2008) The Government’s Tourism Strategy: Valuable Experiences). Αυτός, ο ορισμός αποτελεί, ουσιαστικά, τη βάση για τις περισσότερες απόπειρες για τη θέση ενός σαφούς ορισμού, καθώς τοποθετεί τον πρώτο πυλώνα της βιώσιμης ανάπτυξης την οικονομική ανταποδοτικότητα.

Στηριζόμενα στον παραπάνω ορισμό τα Ηνωμένα Έθνη (2012) προσθέτουν τους πυλώνες της κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανταποδοτικότητας. Ουσιαστικά, με αυτή την προσθήκη παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μια σχετικά ολοκληρωμένη προσπάθεια για τον ορισμό της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης. Η τελευταία σημαντική προσθήκη παρατηρείται από την Ατζέντα 2030 της Unesco (2017), όπου, επί της ουσίας, προστίθεται και η διάσταση της πολιτισμικής ανταποδοτικότητας.

Οι έννοιες της επιχειρηματικότητας και της βιώσιμης επιχειρηματικότητας

Η επιχειρηματικότητα ως έννοια δεν έχει καταφέρει να τοποθετηθεί κάτω από ένα σαφή ορισμό, καθώς αντιμετωπίζεται με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με την οικονομική σχολή, από την οποία επηρεάζεται κάποιος, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό οικονομολόγων τη θεωρεί ως έναν από τους συντελεστές παραγωγής, ενώ ένα άλλο ότι αποτελεί κομμάτι των ήδη υπαρχόντων συντελεστών παραγωγής.

Στα πλαίσια αυτά, στην παρούσα μελέτη δεν θα ληφθεί υπόψη αυτή η διαμάχη μεταξύ των οικονομολόγων, αλλά θα χρησιμοποιηθεί μια μεθοδολογία βιβλιογραφικής επισκόπησης, όπου θα δίνεται μια βασική εικόνα για την έννοια της επιχειρηματικότητας.

Η επιχειρηματικότητα, κατά τους Shane και Venkataraman (2000), αποτελεί επί της ουσίας το στοιχείο που οδηγεί μια κατηγορία ανθρώπων να διακρίνονται από τους υπόλοιπους όταν παρουσιάζονται οι κατάλληλες ευκαιρίες. Ακόμη, εξηγούν ότι η επιχειρηματικότητα δεν είναι αναγκαίο να συνοδεύεται πάντα από μια κατάσταση δημιουργίας νέων δομών.

Για την έννοια της επιχειρηματικότητα, οι Hall et al (2010) εξηγούν ότι η επιχειρηματικότητα θεωρείται ως ένας από τους θεμέλιους λίθους στην πορεία για μια πιο βιώσιμη κοινωνία, παρά τον σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, εξαιτίας της φύσης της έννοιας. Ενώ, ο Teece (2007) εξηγεί ότι η επιχειρηματικότητα αποτελεί ένα συνδυασμό της δυνατότητας εντοπισμού ευκαιριών και της δημιουργικότητας στη συναρμολόγηση ανόμοιων στοιχείων για την ανίχνευση νέων επιχειρηματικών ευκαιριών.

Ακόμη, όπως επισημαίνει η μελέτη των ΟΟΣΑ/ΕΕ (2016), η δημιουργία νέων επιχειρήσεων αποτελεί κινητήριο μοχλό για την καινοτομία και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο εξήχθη το συμπέρασμα ότι η έννοια της επιχειρηματικότητας συγκροτείται κυρίως από την ύπαρξη της κατάλληλης χρηματοδότησης και τη δυνατότητα πρόσβασης στην αναγκαία χρηματοδότηση.

Στη συνέχεια, οι Nosratabadi et al (2019) διαχωρίζουν τις έννοιες “sustainable business models” και “sustainable entrepreneurship”, καθώς καθιστούν τη δεύτερη ως μια από τις υποκατηγορίες της πρώτης έννοιας. Επίσης, εξηγούν ότι τα βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα στηρίζονται στο: «σχεδιασμό μιας πρότασης βιώσιμης αξίας, σχεδιασμό βιώσιμης δημιουργικής αξίας, σχεδιασμός βιώσιμης αξίας στην προσφορά και δημιουργία βιώσιμων δικτύων εταιρικής σχέσης για τη δημιουργία και την παροχή μιας τέτοιας βιώσιμης αξίας που να μπορεί να καλύψει τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη» (Nosratabadi, S., Mosavi, A., Shamshirband, S., Zavadskas, E. K., Rakotonirainy, A., & Chau, K. W. (2019). Sustainable business models: A review. Sustainability (Switzerland)).

Συζήτηση-Ευρήματα

Από τα παραπάνω, είναι δυνατό να εντοπιστεί το γεγονός ότι η έννοια της επιχειρηματικότητας απέχει από έναν σαφή ενιαίο ορισμό, καθώς αυτός εξαρτάται από την οικονομική σχολή επιρροής του εκάστοτε μελετητή. Έτσι, έχει αναπτυχθεί μια πληθώρα ορισμών, έχοντας όμως, ως κοινό παρονομαστή ότι η έννοια της επιχειρηματικότητας είναι αποτέλεσμα συνδυασμού διάφορων ευκαιριών.

Ακόμη, παρά την ύπαρξη, πλέον, ενός σχετικά σαφή ορισμού για τη βιώσιμη ανάπτυξη, οι έννοιες της βιώσιμης επιχειρηματικότητας και των βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων, δεν υπόκειται σε σαφείς ορισμούς, εξαιτίας της προηγούμενης αδυναμίας, αλλά και της αβέβαιης φύσης της επιχειρηματικότητας.

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, η επιχειρηματικότητα όταν λαμβάνει χαρακτηριστικά από τα βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, τότε λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό υποστηρικτικά στις προσπάθειες για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Όμως, αυτές οι έννοιες δεν έχουν καταστεί δυνατό να συνδεθούν σε μια κοινή έννοια. Παρ’ όλα αυτά, η εξέλιξη της βιβλιογραφικής έρευνας δείχνει ότι μπορεί να καταστεί δυνατός ένας συνδυασμός της έννοιας της βιώσιμης επιχειρηματικότητας με τις τέσσερις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, κάτι που αναμένεται να δώσει μια τεράστια ώθηση στην καινοτομία και στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

 

Βιβλιογραφία

  1. Norwegian Ministry of Trade and Industry. (2008). The Government’s Tourism Strategy: Valuable Experiences
  2. UN (2012), The future we want
  3. UNESCO and Sustainable Development Goals. (2020). Retrieved from https://en.unesco.org/sustainabledevelopmentgoals
  4. Shane, S., & Venkataraman, S. (2000). The promise of entrepreneurship as a field of research. Academy of Management Review, 25(1), 217–226. https://doi.org/10.5465/AMR.2000.2791611
  5. Teece, D. J. (2007). Explicating dynamic capabilities: The nature and microfoundations of (sustainable) enterprise performance. Strategic Management Journal, 28(13), 1319-1350. doi:10.1002/smj.640
  6. Hall, J. K., Daneke, G. A., & Lenox, M. J. (2010). Sustainable development and entrepreneurship: Past contributions and future directions. Journal of Business Venturing, 25(5), 439–448. https://doi.org/10.1016/j.jbusvent.2010.01.002
  7. OECD/EU (2016), Inclusive Business Creation: Good Practice Compendium, OECD Publishing, Paris. http://dx.doi.org/10.1787/9789264251496-en
  8. Nosratabadi, S., Mosavi, A., Shamshirband, S., Zavadskas, E. K., Rakotonirainy, A., & Chau, K. W. (2019). Sustainable business models: A review. Sustainability (Switzerland). MDPI AG. https://doi.org/10.3390/su11061663

Απάντηση