Μέσα στον Φεβρουάριο η σουηδική τράπεζα Handelsbanken εμφάνισε μειωμένα κέρδη τέταρτου τριμήνου σε σχέση με τα προσδοκώμενα. Αυτό αποδίδεται στην κατάρρευση της εταιρίας Carillion στις 15 Ιανουαρίου 2018, η οποία επιβάρυνε τα οικονομικά αποτελέσματα της εν λόγω τραπέζης. Αξίζει, λοιπόν, να μελετήσει κανείς την κατάρρευση της δεύτερης μεγαλύτερης βρετανικής κατασκευαστικής εταιρίας.

Η κατασκευαστική Carillion είχε αναλάβει έργα σε ποικίλους τομείς. Ενδεικτικά παρείχε υπηρεσίες στους τομείς της άμυνας και της εκπαίδευσης με έργα όπως η συντήρηση 50 χιλιάδων οικιών του Υπουργείου Άμυνας και 900 σχολικών κτιρίων, η κατασκευή φυλακών και του νέου σιδηροδρομικού δικτύου στη Βρετανία. Αυτή η ιδιωτική εταιρία έχει ιστορία 200 ετών έχοντας αναλάβει τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, την οδική σήραγγα της Διώρυγας του Σουέζ και το Σταθμό Γιούνιον στο Τορόντο. Μάλιστα, τον περσινό Ιούλιο κέρδισε διαγωνισμό για την ανάληψη της νέας σιδηροδρομικής γραμμής High Speed 2 για την καλύτερη σύνδεση Βόρειας Αγγλίας και Λονδίνου.

Παρόλα αυτά, οι καθυστερήσεις στις συμβάσεις και η πτωτική πορεία της νέας της μονάδας αποδείχθηκαν καταστρεπτικές. Αυτό προέκυψε από το γεγονός ότι αναγκάστηκε να εμφανίσει ζημίες 1 δισ. λιρών για το 1ο εξάμηνο με χρέος που άγγιξε το 1 δισ. λίρες προς τις τράπεζες HSBC, RBS, Santander UK, Lloyds, Barclays έχοντας ήδη εκδώσει δύο προειδοποιήσεις για τα χρέη της μετά τον Ιούνιο του 2017.

Όσον αφορά στις διαπραγματεύσεις για διάσωση της εταιρίας, αφέθηκε στο βρετανικό δίκτυονα εννοηθεί ότι οι παραπάνω τράπεζες θα μπορούσαν να είναι επιεικείς αν και εφόσον η βρετανική κυβέρνηση συμφωνούσε σε παροχή στήριξης προς την εταιρία. Ωστόσο, η αντιπολίτευση (εργατικό κόμμα) κατηγόρησε το κυβερνών (συντηρητικό) κόμμα ότι προσέφερε στην εταιρία συμβόλαια έχοντας εν γνώσει του τα προβλήματα αυτής.

Οι συναντήσεις μεταξύ εταιρίας, πιστωτών και κυβέρνησης κατάφεραν μόνο να υποσχεθεί η κυβέρνηση ότι θα αναλάβει το κόστος συνέχισης των δημόσιων υπηρεσιών που ήταν υπό τη διαχείριση της Carillion, καθώς τέθηκαν σε κίνδυνο χιλιάδες συμβόλαια με υπερεργολάβους. Παράλληλα, ο επικεφαλής του Γραφείου του Υπουργικού Συμβουλίου, Ντέιβιντ Λίντινγκτον, ανέφερε ότι κάποια από τα συμβόλαια αυτά θα επιστρέψουν στο δημόσιο και τα υπόλοιπα θα παραχωρηθούν σε εναλλακτικούς παρόχους, ενώ εγγυήθηκε ότι η κυβέρνηση θα πληρώσει τους μισθούς των εργαζομένων.

Οι συζητήσεις για παροχή στήριξης, ωστόσο, δεν είχαν το ίδιο αποτέλεσμα με εκείνες πριν μία δεκαετία για διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα η εταιρία να ανακοινώσει την υποχρεωτική εκκαθάρισή της με άμεση ρευστοποίηση των στοιχείων της. Ο πρόεδρος της εταιρίας, Φίλιπ Γκριν, ανέφερε ότι δεν επιτεύχθηκε περαιτέρω χρηματοδότηση οδηγώντας την εταιρία στη λυπηρή παραπάνω απόφαση τόσο για τους ίδιους όσο και για τους προμηθευτές και τους πελάτες που συνεργαζόταν. Με αυτήν την ανακοίνωση, η μετοχή της εταιρίας υποτιμήθηκε κατά 28,95% φθάνοντας στις 14,2 πένες.

Σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες πιέσεις που δέχθηκε το κυβερνών κόμμα, ο εκπρόσωπος της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι ναι μεν η κατάρρευση της Carillion αποτελεί μία δυσάρεστη έκβαση της υπόθεσης, αλλά δεν μπορούν οι φορολογούμενοι με τα χρήματά τους να αναλάβουν τη διάσωση μίας ιδιωτικής εταιρίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης και Συνταγματικών Υποθέσεων, Μπέρναρντ Τζένκιν, ανέφερε ότι αποφασίστηκε να διενεργηθεί έρευνα από κοινοβουλευτική επιτροπή για την ευρύτερη πολιτική εξωτερικών αναθέσεων της κυβέρνησης.

Βέβαια, δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η έκβαση της υπόθεσης είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική για τις ανταγωνίστριες G4S, Interserve, Balfour Beatty και Kier Group, οι οποίες αναμένεται να αναλάβουν επιπλέον έργα.

Μέσα σε όλα αυτά, ελπιδοφόρα ήταν η ανακοίνωση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, οπότε και εξασφαλίστηκαν επιπλέον 1200 εργαζόμενοι. Έτσι, στο σύνολό τους οι εξασφαλισμένες θέσεις εργασίας αγγίζουν τις 2240.

Αξίζει, λοιπόν, να αναρωτηθεί κανείς πώς μπορεί μία εταιρία  – κατασκευαστικός κολοσσός – να βρεθεί μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο σε τόσο δύσκολη οικονομική κατάσταση εξαιτίας της οποίας τέθηκαν σε κίνδυνο εξ αρχής 43000 εργαζόμενοι, 20000 εκ των οποίων βρίσκονται στην Βρετανία.

Απάντηση